Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Με το χαμόγελο των καρτούν


Πονούσε το κεφάλι μου απ’ το πρωί
κι αν δεν σήκωνα τα μάτια, 
δε θα τον έβλεπα.
Με το χαμόγελο των καρτούν, 
κόκκινο σκούφο και μαύρες μπότες 
έμοιαζε εγκλωβισμένος στο μπαλκόνι.
Σαν να του τέλειωσαν τα δώρα και παράτησε το σάκο.
Λες και φανερώθηκε το μυστικό,
πέταξε την κόκκινη στολή
και τώρα φορούσε καρό πουκάμισο.
Ήταν φρεσκοξυρισμένος.
Χάζευε από ψηλά
μία πόλη που έσβηνε
με τους ανθρώπους της σκυφτούς
ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι στην καρδιά του χειμώνα.
Έκλεισα τα μάτια
να δραπετεύσω από τον πονοκέφαλο.
Μάταια.
Όταν τα ξανάνοιξα,
δεν υπήρχε κανείς στο μπαλκόνι.

(Εικόνα: Raphael Lacoste, Balcony)

Μια τρυφερή καθημερινότητα


Εκείνη υπογράμμιζε 
στο βιβλίο της Χημείας τα κύρια σημεία. 
Όλο το Σαββατοκύριακο απαντούσε με χαμόγελο 
στα παράπονα της κόρης της 
για τη συχνότητα των διαγωνισμάτων 
στο γυμνάσιο.
Εκείνος φρεσκοξυρισμένος,
καλούσε τον Mojo rising,
ανακάτευε για ώρα με ξύλινη κουτάλα
κρεμμυδάκια με μανιτάρια
κι έσβησε τελικά τη σάλτσα με κόκκινο κρασί
χωρίς να πιει γουλιά.
Ολόκληρο Σαββατοκύριακο
δεν έβγαλε νότα στην κιθάρα
αλλά δε νοιάζεται.
Κανείς τους δε νοιάζεται.
Δραπέτευσαν και οι δυο
σε μια τρυφερή καθημερινότητα.

(Εικόνα από Thosio Ebine)

Ένα περιστέρι μες στην τάξη


Δευτερόλεπτα μετά το κουδούνι η αίθουσα ήταν άδεια.
Δεν μπορούσα να εξηγήσω τις φωνές. 
Πετούσαν από το βάθος του διαδρόμου και πλησίαζαν. 
Ήμουν μόνος, όταν το περιστέρι μπήκε μέσα. 
Με κοίταξε για λίγο, 
μάλλον ταυτόχρονα έψαχνε
μέχρι να αποφασίσει
πού θα προσγειωθεί.
Θυμήθηκα ένα βιβλίο του Ζισκίντ:
ο ήρωας παγιδευμένος στο σπίτι του
από ένα περιστέρι που έκοβε βόλτες
στο διάδρομο της πολυκατοικίας.
Αλλά εγώ δεν ήμουν μόνος.
Η Νέβι απαντούσε στη Νίκη
πως δεν είναι και το καλύτερο pet
ένα περιστέρι μες στην τάξη.
- Σαν ποντίκι με φτερά, έλεγε με νόημα για να τονίσει τη σχέση του πτηνού με την καθαριότητα.
- Σαν τη νυχτερίδα; Φοβόταν ψεύτικα η Γεωργία.
Την υπόθεση ανέλαβε με συνοπτικές διαδικασίες ο διευθυντής. Κατέβαινα τις σκάλες και φανταζόμουν τις δεκαοχτούρες του Υμηττού να κατακλύζουν την τάξη μου και το διευθυντή ως φιλότιμη Μαίρη Πόπινς να τα κυνηγάει με μαύρη ομπρέλα προς την έξοδο.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012


Τους αφηγήθηκα το μάθημα σχετικά με τις συνθήκες της ζωής των υποδούλων και τους έδωσα ένα σχεδιάγραμμα με τα βασικά σημεία. Είχα σκοπό να τους κατευθύνω σε ερωτήσεις που είχα ετοιμάσει την προηγούμενη μέρα. 
Ο Γιώργος ρώτησε αυθόρμητα και 
με σιγανή φωνή:
- Έκαναν τίποτα καλό, κύριε;
Συνειδητοποίησα πως επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Κρέμονταν με μάτια γουρλωμένα κάπου ανάμεσα στα ακίνητα χείλη μου και το ανοιχτό βιβλίο που ίσως έκρυβε κάποια απάντηση.
Ο Νίκος, όπως το συνήθιζε, πετάχτηκε και με χειρονομίες προσπάθησε να ξεσηκώσει και τους υπόλοιπους. Αλλά κι αυτός ρωτούσε.
- Τουλάχιστον θα εκδικηθούμε στα επόμενα κεφάλαια;
Η Νεφέλη επιχείρησε να με βγάλει από τη δύσκολη θέση.
- Αυτοί που μάζευαν τους φόρους ήταν Έλληνες;
Έπρεπε να διαχειριστώ το μίσος που έβλεπα να ανεβαίνει στα μάτια τους. Θα μπορούσα να τους πω το κλασικό «Βιάζεστε, θα τα μάθουμε όλα στις επόμενες σελίδες», όμως μια υποψία με σταμάτησε, πέρασε ξυστά και μου ψιθύρισε στο αυτί
- Δε σε ρωτάνε για τότε …
Πάγωσα. Έπρεπε κάτι να πω. Ρολόι δεν υπήρχε στο χέρι μου. Ούτε στον τοίχο. Έκλεισα τα μάτια.
Για να με προσέξουν;
Δεν είχαν πάρει τα μάτια τους από πάνω μου.
Για να κερδίσω χρόνο;
Δεν ωφελούσε πια.
Άνοιξα τα μάτια.

Ήταν Σάββατο 7 το πρωί …

(Η εικόνα: Alexander Jansson, Sorychta Sisters, 2008)

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Όλα στο πρόγραμμα


Όλη μέρα έψαχνα την κατάλληλη λέξη. 
Την άκουσα στο ραδιόφωνο. «Πρόγραμμα». 
Ναι, τελικά, όλα ήταν στο πρόγραμμα.
Ίδια και απαράλλαχτα. 
Τα παιδιά που ζητωκραύγαζαν επειδή θα έχαναν μάθημα. 
Οι γονείς που δυσανασχετούσαν «ποιος θα φυλάξει 
το παιδί τόσες ώρες;».
Ο διευθυντής που θα έπρεπε να αλλάξει το πρόγραμμα.
Οι συνάδελφοι
που – για μία ακόμη φορά –
θα αυτοαναγορεύονταν σε «προσωπικό ασφαλείας»
και θα έφτιαχναν ένα τρίωρο
στα μέτρα τους.
Οι διαδηλωτές με βήμα παρέλασης,
αστυνομικοί όμως πουθενά,
αλλά στην ώρα τους τα επεισόδια
και όπως απαιτεί το πρόγραμμα η ηρωική έξοδος των ροπαλοφόρων.
Στο τέλος της γιορτής
βγήκαν οι δημοσιογράφοι να συμπεράνουν
πως το τέλος μετράει γι’ αυτούς
και … πάει … η εικόνα χάλασε!
Η μονοτονία γεννάει θλίψη.
Το μέλλον απόλυτα προβλέψιμο και πάλι όμως επικίνδυνο!
Αύριο, το «προσωπικό ασφαλείας» δε θα μας κοιτάει στα μάτια.
Στο πρώτο διάλειμμα μόνο …

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Μπλε φεγγάρι


«Μπλε φεγγάρι πάνω από το Σούνιο» 
ψιθύριζα 
και οδηγούσα στην παραλιακή 
φλερτάροντας επικίνδυνα 
με τα βράχια δεξιά 

(πάνω από τα νερά που καθρέφτιζαν την πανσέληνο)
και τα φώτα αριστερά
(να με σημαδεύουν στο δόξα-πατρί).
Η Χαρά μιλούσε για την καλύτερη διαδρομή της Αττικής,
η Δήμητρα είχε δαιμονισμένο κέφι
και η Μαρία γελούσε ευγενικά.
Με παρηγορούσε κάπως
η εικόνα του Ερρίκου Μπριόλα
να κοιτάει μπροστά και να κουνάει πέρα δώθε το τιμόνι
στην ίδια παραλιακή,
όσο ο φακός ασχολιόταν
πότε με τις ρόδες που στρίγκλιζαν στα βράχια
και πότε με τα χείλη του
βρεγμένα από το ουίσκι εκείνης της δεκαετίας.
Στην επόμενη σκηνή σχεδόν πάντα
ήταν εκτός εαυτού
με φόντο κάποια ερημική παραλία του Σαρωνικού.
Για μένα όμως επόμενη σκηνή δεν υπήρχε.
Εκατοντάδες αυτοκίνητα,
μπροστά να θέλουν κι αυτά να πάνε στην ίδια συναυλία,
πίσω να κορνάρουν που οδηγώ αργά ο άσχετος,
δεξιά κι αριστερά παρκαρισμένα να διστάζουν αν πρέπει να γυρίσουν ή να συνεχίσουν.
Λίγο μετά τα Λεγραινά σταμάτησα.
Επέστρεφα διανύοντας τις ίδιες αποστάσεις στο μισό χρόνο.
Σταματήσαμε στο προάστιο με τον περισσότερο κόσμο
και περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα.
Ο χρόνος είχε σταματήσει στη δεκαετία του 70
και πετούσε πάνω από τα σπίτια,
προσγειωνόταν σε τραπέζια δίπλα σε πίτσες και μπύρες,
τσιμπούσε τα ψίχουλα κάτω από τα παγκάκια
και ψάρευε με φακό στην προκυμαία.
Αυτό ήταν όλο. 

Το νερό ανάποδα


Ο αέρας δυναμώνει 
με τους ήχους της μίζας 
σε παλιό αυτοκίνητο,
μπουμπουνητά γδέρνουν 
την πόρτα του ουρανού. 

Φυσάει.

Ψιχάλες
σκαλίζουν το χώμα,
ησυχάζουν τη σκόνη
πάνω στα φύλλα.
Τα τελευταία πουλιά
εγκαταλείπουν τα κλαδιά,
τα παιδιά κλαίνε
πίσω απ’ το παράθυρο.
Βρέχει.

Και το βράδυ στ’ όνειρο
μαλώνω
με τους φίλους του χειμώνα,
τεράστια μάτια διαλύονται
και βυθίζονται σε γούρνες
με το νερό
να ταξιδεύει ανάποδα.

Μετρώντας αυτοκίνητα ή ευγενικές εκφράσεις


Στις οικογενειακές βόλτες 
– Κυριακή απόγευμα συνήθως – 
η αδερφή μου κι εγώ παίζαμε ένα παιχνίδι 
«ποιος θα εντοπίσει τα περισσότερα αυτοκίνητα CITROEN», 
ο πατέρας οδηγούσε 

και η μητέρα φώναζε να μην τσακωθούμε στο τέλος,
αλλά πάντα καταλήγαμε τα δύο αδερφάκια
σε νυχιές, κλωτσιές και χαστούκια.
Σήμερα επινόησα μία παραλλαγή.
Να μετρήσω (μόνος μου όμως) ευγενικές εκφράσεις που θα ακούσω.
Μπήκα σε μία τράπεζα,
πήρα ένα χαρτάκι από το μηχάνημα,
βάδιζα δήθεν αδιάφορος πάνω – κάτω
και κατασκόπευα τους πάντες.
Συμπέρασμα: απογοητευτικό.
Βγήκα έξω με την υποψία
μήπως πλέον οι λέξεις «συγγνώμη», «ευχαριστώ»
εξαφανίστηκαν.
Τα βλέμματά τους δε συναντιούνταν
και μια βιασύνη έβγαζαν στις κινήσεις.
Μπήκα στο αυτοκίνητο
κι αφηρημένος κοιτούσα ένα άσπρο CITROEN.
Η οδηγός μου χαμογελούσε ευγενικά,
θυμήθηκα πάλι το παιδικό παιχνίδι,
έβαλα μπροστά,
απέφυγα το βλέμμα της.
Θα μπορούσα να πω
έστω ένα «ευχαριστώ».
Τι θα έβαζε τώρα με το νου της για μένα;

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Τέρμα η μουσική

Είσαι ένας ήσυχος ανθρωπάκος
οδηγείς την ώρα που πέφτει το απόγευμα
και ξαφνικά θυμάσαι
πως κάποτε ήσουν κι εσύ παιδί.
Δυναμώνεις τη μουσική
όλο και περισσότερο
όσο η κόρη σου σε σκουντάει
"μπαμπά, μας κοιτάνε!!!"

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Στο βάθος του ονείρου όμως ...


Στο χτεσινό όνειρο 
ο χρόνος κυλούσε 
σαν αλκοόλ στα ποτήρια φίλων, 
πετούσε 
ίδιος με παλιά μελωδία 
πάνω από τον μεσημεριανό ύπνο, 
λέρωνε
όπως το κόκκινο
στα μάγουλα ερωτευμένου κοριτσιού.
Στο βάθος του ονείρου όμως,
δεν υπήρχε σκιά,
μόνο τα μάτια σου με κοίταζαν
και πάνω τους το γαλάζιο
που βουρκώνει.

Εικόνα: Henri Matisse, Le bonheur de vivre (1905-6)

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η τελική ανταμοιβή



Συμμάζευα όλη μέρα 
βιβλία, σημειώσεις, 
χαρτιά γραμμένα, λευκά.
Έφτιαχνα αρχεία με καταλόγους. 
Πετούσα ό,τι έπειθα τον εαυτό μου 
πως δε χρειάζομαι πλέον.

Και στο μυαλό μου ήδη
από νωρίς το απόγευμα
η τελική ανταμοιβή
και σα να έβλεπα κάπου γραμμένη
τη φράση ολόκληρη.

Είχε νυχτώσει για τα καλά.
Στρίμωξα το χαρτομάνι
κάτω από το τραπέζι
Κι από το σωρό
τράβηξα ένα χαρτί.
«Προλαβαίνω μια αντίδραση,
μόνο αν την προβλέψω».

Χτύπησα στη μηχανή αναζήτησης:
«ΠΙΝΑΚΑΣ»

Διάβασα ένα άλλο χαρτί:
«Το 99% είναι νεώτεροι από μένα.
Το 80% κοιμήθηκαν
με ένα ταμπελάκι στο λαιμό».

Η μηχανή ξερνάει στα κεφαλαία:
«ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ».

Βρίσκω άλλο κείμενο:
«Απεβίωσαν σε ηλικία
που πλησιάζει τη δική μου».

Η μηχανή απαντά:
«Ο ΝΤΑΛΙ ΣΤΑ 6 ΤΟΥ
ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΑΓΕΙΡΑΣ».

«Ξαναζώ το παρελθόν
και το συγκρίνω
με ό,τι με περιβάλλει
όσο ακούω μια φωνή
που με προτρέπει
ξανά και ξανά
να ζήσω όπως όπως
ό,τι μου μένει.
Δεν έχω καμία όρεξη
να αρχίσω τρέλες».

Η μηχανή με ειρωνεύεται:
«Ο ΜΙΡΟ ΠΕΘΑΝΕ
90 ΧΡΟΝΩΝ».

Το θυμάμαι το επόμενο κείμενο.
Είχα κλειστεί στο δωμάτιο,
το έγραψα
και μετά το έκρυψα:
«Σα να βγήκα
από μια μαγική παράσταση
και τώρα όλα γύρω μου
είναι γκρίζα …
το κοστούμι μου πολύχρωμο
αλλά από πιο φθηνό ύφασμα».

Η μηχανή δε με λυπάται,
μου πετάει στα μούτρα
έναν πίνακα του Magritte
χωρίς καμιά εξήγηση.

Η εικόνα: Rene Magritte, Homesickness (1940).

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Χαμόγελα



Το αριστερό χέρι 
πασπαλισμένο με θερμαντική αλοιφή 
καίγεται και μυρίζει μέντα. 
Η κόρη μου 
παρακολουθεί mad awards 
και όλη η γειτονιά μαζί της στο πόδι 
με Νίνο και Κόκκινα Χαλιά.
Τουλάχιστον μπορώ
να γράφω στον υπολογιστή
μηνύματα στους φίλους.
Δυσκολεύομαι μόνο
δεν μπορώ με το δεξί
να αλλάξω γραμματοσειρά και
να γράψω
χαμόγελα :)

Εικόνα από Alice Vegrova

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Το μέλλον



Ποιος θα σταθεί σε χαμόγελα 
πίσω από εικόνες εξαθλίωσης 
κι ενός κόσμου που καταρρέει; 
Ποιος θα πιάσει 
τις βρισιές μέσα από σφιχτά χείλη 
και τις μυρωδιές από ύποπτα μαγειρέματα;
Κάποιος να ανακατέψει
επειγόντως τις μπογιές,
για να χρωματίσει την κατάντια μας
γιατί το μέλλον ποζάρει γυμνό.

Η εικόνα: "Evening on Karl Johan Street," by Edvard Munch, 1892

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Κλέφτης ποδηλάτου



Τα παιδικά μου καλοκαίρια
ήταν βουτηγμένα
στο άγχος των εξετάσεων.
Έπρεπε να αποστηθίσω ευρωπαϊκές πρωτεύουσες
αλλά τις μπέρδευα με πεδία μαχών
και τους τύπους της φυσικής
τους έβρισκα ανακατεμένους με κανόνες γραμματικής
που έμοιαζαν τελικά με προσκοπικά τραγούδια.
Ήθελα να βγω να κάνω ποδήλατο,
αλλά δεν μπορούσα να συγκρατήσω
ονόματα, χρονολογίες, τύπους, κανόνες.
Όλα ένα κουβάρι.
Η βιβλιοθήκη στέναζε από το βάρος των βιβλίων
που είχαν καταφέρει
όλη τη χρονιά δόλιοι πλασιέ
να πουλήσουν στη μητέρα μου,
εκείνη με κοιτούσε με παράπονο
που οι σελίδες τους παρέμεναν άκοπες
κι εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο
με το φόβο πως θα περνούσε το καλοκαίρι
χωρίς να το πάρω είδηση.
Εκείνο το μεσημέρι φοβήθηκα στ’  αλήθεια.
Μέναμε στο ισόγειο.
Είδα μία σκιά να γλιστράει σκυφτή
έξω από το παράθυρο.
Έτρεξα να προλάβω.
Δεν ήταν το καλοκαίρι που έφευγε στα κλεφτά.
Δεν υπήρχε κανείς.
Η σκιά είχε φτάσει ήδη
στο τέλος του δρόμου
με το ποδήλατο
που είχα αφήσει ξεκλείδωτο.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Πραγματικό σχολείο

Σε ένα ιδεατό σχολείο 
τα παιδάκια θα κάθονταν στα θρανία τους.
Στο πραγματικό σχολείο όμως 
έχει αρχίσει το μάθημα 
και όρθιοι ακόμη μαθητές και μαθήτριες
γυρίζουν σβούρες,
τρώνε σάντουιτς
ή στην καλύτερη περίπτωση
σου ζητούν την άδεια να πάνε για νερό.
Στις αθλητικές δραστηριότητες ενός ιδεατού σχολείου
τα παιδάκια με το χαμόγελο στα χείλη
θα παρακολουθούσαν το διευθυντή
να τεντώνει το τόξο
και να σημαδεύει το βέλος στο κέντρο.
Στις αθλητικές δραστηριότητες του πραγματικού σχολείου όμως
ποια πέρδικα κλαίει το περδικάκι της
για το βέλος που ξέφυγε;
Σε ένα ιδεατό σχολείο
τα παιδιά σε κοιτούν στα μάτια,
ξέρουν όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και πριν βγει κάποια από αυτές,
πριν το γράψουν τα βιβλία,
αυτά ξέρουν.
Στο πραγματικό σχολείο
τα παιδιά έχουν μπερδευτεί:
«Είναι η Γερμανία στην Ευρώπη ή στην Αφρική;»
Στο ιδεατό σχολείο
δάσκαλοι και δασκάλες στο γραφείο
ανταλλάσσουν απόψεις,
μαθαίνει ο ένας από τον άλλον.
Στο πραγματικό σχολείο όμως
όλα είναι καλύτερα.
Οι πάντες γνωρίζουν τα πάντα.

(εικόνα: Edward Lamson Henry, A Country School)

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Αγγαρεία


Η Β. είχε απορία:
- Κύριε, η αγγαρεία πού βρίσκεται ;
- Στην αναγκαστική εργασία. 
Είχα γίνει λεξικό με αυτιά 
που πηγαινοερχόταν 
από θρανίο σε θρανίο. 
Η Β. όμως ξαναχτύπησε.
- Στο χάρτη πού βρίσκεται;
Πάγωσα.
Η μικρή είχε χαμόγελο
που με μπέρδευε.
Σε τίποτα δε θύμιζε
Γερμανίδα ή Γαλλίδα αξιωματούχο.
- Τη βρήκα, κύριε!
"Ουφ!" ξεφύσηξε
σπρώχνοντάς με πιο βαθιά
στο πηγάδι της περιέργειας.
- Δηλαδή; ρώτησα
έτοιμος ν' ακούσω τα πάντα.
- Α! λάθος έκανα!
Ουγγαρία τη λένε.

Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.



Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.-
Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε - για λίγο - να μη νοιώθεται η πληγή.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Ο Καβάφης στις αρχές της δεκαετίας του 1920 κλείνει το μάτι σε όλους αυτούς τους ποιητές του καιρού του που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τη λέξη "μελαγχολία". Και είναι σα να τους λέει ειρωνικά: "ψυχραιμία αδέρφια , μελαγχολούσαν κι άλλοι ποιητές σε άλλους τόπους και άλλους καιρούς". Δε φανταζόταν όμως πως θα γινόταν θέμα στις Πανελλαδικές εξετάσεις 90 χρόνια μετά. Ίσως αν τον προειδοποιούσαν να πρόσθετε κι άλλους στίχους ή να αφαιρούσε κάποιους.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Μικρόφωνο

Μου ζήτησαν τη γνώμη
στο όνομα της δημοκρατίας.
Δεν ήθελαν όμως
να διαβάσουν το μήνυμα
και άρχισαν να υπεκφεύγουν
στο όνομα της αλαζονείας.
Το κατάλαβα αμέσως
τι ετοίμαζαν
και το πήρα απόφαση
να ξαναμιλήσω
στο όνομα της ελευθερίας.
Πλησίασα το μικρόφωνο
και ...

Το έντομο

Χτες ήταν συννεφιά.
Όλοι έτρεμαν το κακό 
που ήταν έξω από την πόρτα.
Αυτοί που διώχτηκαν 
φώναζαν, απειλούσαν πως 
κάτω από κάθε πέτρα
κρύβονταν φίδια.
Ο πανικός περπατούσε
σαν έντομο στην επιδερμίδα.

Σήμερα όμως …
Έσκασε ένα χαμόγελο
ο ήλιος που βγήκε.
Ψέματα ήταν όλα
και τα φίδια και η συννεφιά.
Δεν απειλούν τώρα,
δεν σκορπούν τον πανικό,
αλλά δε σωπαίνουν.

Το έντομο πέταξε μακριά
μαζί όμως
με τις σκέψεις
που είχαμε κάποτε αγαπήσει.
Γιατί απλά
αλλιώς είχαμε φανταστεί το τέλος.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Δύο ακόμη εντολές



Εκτός από τις Δέκα Εντολές υπάρχουν δύο ακόμα που γράφτηκαν ειδικά για το στρατό. Τις άκουσα πριν χρόνια από τον φίλο μου τον Άγγελο, τις έγραψα πρόχειρα σε ένα χαρτί, το οποίο μόλις ανακάλυψα παραπεταμένο και λίγο πριν το πετάξω, αντιγράφω εδώ όπως τις άκουσα (σε ελληνικά που θυμίζουν Μποστ):

Ενδεκάτη εντολή κτηθείσα εν τω στρατεύματι:
Ουκ εμφανισθείς ενώπιον του ανωτέρου σου άνευ αποχρώντος λόγου.
Θα βρει ούτος λόγον και δη αποχρώντα τοιούτον.

Δωδεκάτη Εντολή
Στο στρατό μην υποβάλης ποτέ προτάσεις. Θα κληθείς να τις εκτελέσεις.



Και για τη ιστορία: Λοχαγός Χαριτάτος 1972, Άνω Πορόια, Κις Μπουνάρ (Μπέλες)

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Μολυβιές



Ψάχνω μολυβιές στον ουρανό
Χάνω ένα ένα τα συναισθήματα
Κρύβω στην ανάσα λέξεις.


Κάποια μέρα θα είμαι πάλι δυνατός
... και τότε όλα θα γίνουν καλύτερα...

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Ασπρόμαυρο



Από το ασπρόμαυρο των παιδικών σου χρόνων 
δεν πρόκειται να ξεφύγεις ...


θα λαχανιάζει η σκέψη σου σε στιγμές 
που μπορούσαν όλα να ήταν αλλιώς ...

θα κολλάει το βλέμμα σου
στους φθαρμένους τοίχους ...

σε όποια γωνία και αν κάτσεις
δε θα φτάσεις τις φωνές,
κανένα χρώμα δε θα είναι ίδιο ...

γιατί οι γεύσεις και τα αρώματα
έχουν χαθεί για πάντα ...


(Η φωτογραφία: Elliot Erwitt, Paris 1970)

Λόγια / γέφυρες ανάμεσά μας



Λόγια / γέφυρες ανάμεσά μας / γκρεμίζονται.
Εικόνες / στα μάτια μπροστά / ξένες.
Τραγούδια / μελαγχολικά / όσο το φως δε λέει να φύγει.
Ταινίες / συναισθήματα παλαιάς κοπής.
Βιβλία / σε διαβάζουν χαιρέκακα.
Εικόνες / δε σε αφορούν.
Λόγια / δε σε ρωτούν / επιστρέφουν.

Ο πίνακας: George Grosz, La Ville (1916-17)

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Η καρέκλα



Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Χρόνια και ζαμάνια από την προηγούμενη φορά που σου έγραψα.
Σήμερα η μέρα ήταν υπέροχη, όσον αφορά στον καιρό και μόνο.
Βρέθηκα στο νοσοκομείο "Σωτηρία", μπλεγμένος σε αυτό που συχνά λέμε έτσι απλά
«γραφειοκρατία», τραβιόμουν από κτίριο σε κτίριο
για χαρτιά, σφραγίδες, θεραπείες κι εξετάσεις σε διαφορετικές πτέρυγες
του ίδιου όμως ασθενή, ο οποίος δεν μπορούσε να περπατήσει.
Στο ακτινολογικό ζήτησα μία αναπηρική καρέκλα.
Νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς και γιατροί με κοιτούσαν τρομαγμένοι. Υπέθεσα με αυτό που έβλεπαν ή άκουγαν.
Νόμιζα πως είχα βγει αχτένιστος, αξύριστος, χάλια όπως ξύπνησα.
Δε μου απαντούσε κανείς για την καρέκλα.
Ένας περαστικός, μάλλον συγγενής ασθενούς κι αυτός,
με συμβούλευσε ψιθυριστά:
«Φώναξέ τους. Δεν ακούν διαφορετικά.»
Ξέχασα να σου πω πως είχα έρθει ενώπιος ενωπίω (που λένε)
με τους δημόσιους υπαλλήλους (ακούς ειδήσεις στα κανάλια και καταλαβαίνεις) ήμουν προκατειλημμένος.
Ένας γιατρός με κοίταξε στα μάτια: «Δεν υπάρχει καρέκλα».
Δεν υπήρχε ψέμα στο βλέμμα του.
«Αν βρεις καρέκλα, θα έρθω εγώ να σε βοηθήσω να τον φέρουμε μαζί. Είχαμε μία μόνο και προχτές μας την έκλεψαν»
Όχι, τίποτα το σημαντικό. Στο γράφω έτσι, για να γνωρίσεις κάποιους δημόσιους υπαλλήλους όπως δε θα τους παρουσιάσουν ποτέ τα κανάλια. Πήγαμε μαζί σε μια άλλη πτέρυγα. Παρακάλεσε κι ο ίδιος. Ξέρω, θα πεις πως με έπιασαν πάλι τα ποιητικά μου. Δε θα με πιστέψεις. Πίστεψε τα κανάλια σου. Δε με νοιάζει. Εμείς πάντως βρήκαμε καρέκλα. Μαζί.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Μεγάλωσες



Καταλαβαίνεις πως μεγάλωσες
όποτε ο γιος σου ανεβάζει την ένταση στη μουσική
περισσότερο απ’ όσο αντέχεις,
κάθε φορά που η κόρη σου αργεί
να επιστρέψει βράδυ,
όταν φυσάς προς τα πάνω
και δε μετακινείται καμία φράντζα,
αφού δεν είσαι εσύ ο αυθόρμητος
κι ούτε που χρειάζεσαι πλέον ψέματα
για να βγεις, να μη διαβάσεις.
Ξέχασες το άγχος των εξετάσεων,
δεν καπνίζεις…
Το καταλαβαίνεις πιο πολύ ως συναίσθημα.
Φόβος όποτε ακουστούν φρένα να στριγγλίζουν,
θλίψη κάθε φορά που πέφτεις σε μισόλογα και ψίθυρους,
αγωνία όταν πετάγεσαι από τον ύπνο
και ρωτάς αν τα παιδιά γύρισαν.

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Από πού έρχονται τα όνειρα



Ο χρόνος μου είναι
60 δευτερόλεπτα στο λεπτό
και η αγωνία να αιωρηθώ
όσο μπορώ περισσότερο
πάνω από το γαλάζιο κενό.
Ο ίλιγγος σφίγγει το στομάχι
και μ’ απειλεί
πως δε θα τα καταφέρω.
Ο χώρος μου είναι
100 εκατοστά στο μέτρο
κι ένα διάφανο ρολόι
σε δωμάτιο φτιαγμένο από γυαλί.
Απλώνω το πόδι,
ταλαντεύομαι να φτάσω το σκαλί.
Για κάποιο λόγο πέφτω
ενόσω γυρνούν οι σελίδες του Ιούλιου Βερν
και τρίζουν τα παλιά ρολόγια.
Στο τέλος η απορία μένει
αν όλα συμβαίνουν πραγματικά
και από πού έρχονται τα όνειρα.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Εσύ συνέχισε ...



Στη γειτονιά μυρωδιές
ενός επίμονου χειμώνα
και οι ταμπέλες σβησμένες.
Με κοίταξε με την ανάσα
κομμένη στο ρυθμό της απελπισίας:
"Εσύ συνέχισε" άκουγα.
Τοίχοι στο χρώμα
που θα ταίριαζε στη μνήμη
και μια υποψία
πως η στέγη από στιγμή σε στιγμή
θα έπεφτε.
"Συνήθισαν τα αυτιά μου στα παράπονα
και δεν πρέπει να δώσω σημασία" σκέφτηκα.
Όταν ανέβηκε όμως τα σκαλιά,
στάθηκε για πολύ λίγο να με δει.
Κι ούτε που περίμενε.
Άφησε μόνο πίσω του
τα λόγια εκείνα πάλι
και μένα χωμένο στις ενοχές.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Έμοιαζε εργοστάσιο ...



Έμοιαζε εργοστάσιο
ίσως πιο πολύ στρατόπεδο,
γυρνούσα στο προαύλιο,
τα παιδιά δεν έμπαιναν στις τάξεις,
ζητούσαν με τα μάτια
και σκαρφίζονταν παιχνίδια.

Οι γονείς δε γυρνούσαν στα σπίτια
έμεναν κρεμασμένοι στα κάγκελα
δεν τους περίμενε καμιά δουλειά
δεν είχαν λόγο καλό να πουν,
όταν μιλούσαν για τους άλλους.
Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιους.

Από τα μεγάφωνα έβγαιναν ονόματα
και από τις αίθουσες στοίβες χαρτιά
αλλά κανείς δεν πρόσεχε πως πίσω
κρύβονταν άνθρωποι.
Έβλεπα και το όνομά μου να πετάει
ανάμεσά τους.

Ήχοι δεν υπήρχαν όμως ...

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Στη χώρα της απόγνωσης



Στη χώρα της απόγνωσης
οι γέροι περιμένουν στα σκαλιά ιατρείων
κουκουλωμένοι την αγωνία
αν τους γράψουν την επίσκεψη στο βιβλιάριο,
οι νέοι κοιτούν μελαγχολικά κλειστές πόρτες
καλυμμένοι την αηδία
αποφεύγουν το βλέμμα σου
και τα παιδιά δε σε πιστεύουν
πως κάποτε τα πράγματα ήταν καλύτερα
αναρωτιούνται
ντυμένοι την απορία
πόσο κοντά είναι το τέλος.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Ψυχοφθόρο είναι …



Ψυχοφθόρο είναι επίθετο,
αν και θυμίζει πολύ τον αχθοφόρο
επειδή νιώθεις ένα βάρος στην ανάσα
ή αλλιώς το φέρεις βαρέως.
Ως σύνθετη λέξη προκύπτει
από την ψυχή και τη φθορά.
Δε γνωρίζω τις εικόνες
που σας έρχονται στο νου,
για μένα μοιάζει πολύ
με το κρύο που πλησιάζει,
τους ξεχασμένους δίσκους στην αποθήκη,
τις τέσσερις ιώσεις που πρόλαβα και άρπαξα
σε μισή σχολική χρονιά,
τους φίλους που δεν προλαβαίνω να δω
και μία πόλη
άδεια
πρωί Σαββάτου
δίπλα στη σκοτεινή θάλασσα…

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Η Ιστορία και τα πρόσωπα



Προσπαθούσε να θυμηθεί
ποιο κεφαλαίο γράμμα
πήγαινε δίπλα στους αυτοκράτορες.
- Λέων ο Ίσαυρος αλλά είναι ο Β΄ ή ο Γ΄;
- Ήταν ο τρίτος.
- Και ο γιος του ο Κωνσταντίνος ήταν ο Ε΄ ή … δε θυμάμαι …
- Μήπως θυμάσαι ποιος υποστήριξε τις θέσεις των εικονολατρών;
- Ένα φρούτο … βερύκοκο ή δαμάσκηνο … δε θυμάμαι … μάλλον Δαμάσκηνος!
- Δαμασκηνός πιο σωστά!
- Χρειάζονται τα ονόματα στην Ιστορία; Δε θα ήταν καλύτερα, αν τα πάντα γίνονταν μυστικά και ανώνυμα;
Έψαχνα τη σωστή απάντηση, όταν ξαναχτύπησε …
- Καλύτερα για όλους!

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Μέρες τώρα ...



Είναι μέρες που
δε γράφω
δε διαβάζω
δε σκέφτομαι.

Κοιτώ στο διάδρομο
όσους πηγαινοέρχονται.
Στο θάλαμο
έχουν μπει γιατροί.

Χάνεται ο χρόνος και …
δεν τραγουδώ
δε χορεύω
δε μιλώ.

Ανεβαίνω σκάλες
δεν κοιτώ κρεβάτια
αποφεύγω βλέμματα.
Αν κλαίνε
αν γελάνε
δε θα καταλάβω.

Καιρό τώρα
κοιμάμαι με το βάρος
μιας χαμένης μέρας.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Ο χρόνος



Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Είμαι σε δραματική κατάσταση,
πέρασαν οι γιορτές και δεν ήμουν εκεί,
δεν ήρθαν για μένα.
Αν δεν είχαμε ξεστολίσει το δέντρο, θα το έγραφα σε κάρτα
και θα το έκρυβα ανάμεσα σε κλαδιά και φωτάκια,
να πέσει στα κατάλληλα χέρια: θέλω να ξαναρθούν τα Χριστούγεννα!!!
Μπερδεύω τις μέρες, οι γιορτές έχουν μείνει ανακατεμένες στο μυαλό μου,
αρχίζω και δεν τα πάω καθόλου καλά με το χρόνο.
Όχι δε θα μετρήσω τις μέρες μέχρι το Πάσχα!

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Όταν μια αίσθηση ...



Όταν μια αίσθηση μπει στην άκρη,
οι άλλες παίρνουν φωτιά...

Κλείνω τα μάτια
σέρνομαι σε μια ευθεία
στο μυαλό πλάνα από ταινίες σε υπόγεια μετρό
στα αυτιά ήχοι από το "My generation"
κι ο Townshend σπάει την κιθάρα.
Το σημαντικό δεν υπάρχει στο κέντρο της εικόνας.
Κρύβεται καλά.

Κλείνω τη μύτη
βγαίνω στο φως
στο πεζοδρόμιο στρογγυλά γυαλιά πατημένα
μια αράχνη πλέκει γύρω τους
ρολά ανεβαίνουν
ζητιάνοι βγαίνουν
γυάλινα βλέμματα
κανείς δεν πλησιάζει κανέναν
θόρυβοι, κραυγές, ψίθυροι
όχι γέλια όμως.

Ο καιρός αλλάζει
ο αέρας φυσάει πάνω στις τέντες
Κλείνω τα αυτιά
χλωρίνη νοσοκομείου μυρίζει παντού
είμαστε ευχαριστημένοι,
αν ο γιατρός βγάλει διάγνωση,
μας αρκούν τα λίγα.

Όταν μια αίσθηση μείνει πίσω,
οι άλλες προσπερνούν ...

Ο πίνακας: Pieter Bruegel (Brueghel) the Elder,
The Procession to Calvary (1564)