Πονούσε το κεφάλι μου απ’ το πρωί
κι αν δεν σήκωνα τα μάτια,
δε θα τον έβλεπα.
Με το χαμόγελο των καρτούν,
κόκκινο σκούφο και μαύρες μπότες
έμοιαζε εγκλωβισμένος στο μπαλκόνι.
Σαν να του τέλειωσαν τα δώρα και παράτησε το σάκο.
Λες και φανερώθηκε το μυστικό,
πέταξε την κόκκινη στολή
και τώρα φορούσε καρό πουκάμισο.
Ήταν φρεσκοξυρισμένος.
Χάζευε από ψηλά
μία πόλη που έσβηνε
με τους ανθρώπους της σκυφτούς
ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι στην καρδιά του χειμώνα.
Έκλεισα τα μάτια
να δραπετεύσω από τον πονοκέφαλο.
Μάταια.
Όταν τα ξανάνοιξα,
δεν υπήρχε κανείς στο μπαλκόνι.
(Εικόνα: Raphael Lacoste, Balcony)
Σαν να του τέλειωσαν τα δώρα και παράτησε το σάκο.
Λες και φανερώθηκε το μυστικό,
πέταξε την κόκκινη στολή
και τώρα φορούσε καρό πουκάμισο.
Ήταν φρεσκοξυρισμένος.
Χάζευε από ψηλά
μία πόλη που έσβηνε
με τους ανθρώπους της σκυφτούς
ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι στην καρδιά του χειμώνα.
Έκλεισα τα μάτια
να δραπετεύσω από τον πονοκέφαλο.
Μάταια.
Όταν τα ξανάνοιξα,
δεν υπήρχε κανείς στο μπαλκόνι.
(Εικόνα: Raphael Lacoste, Balcony)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου