Σαν παιχνιδάκι λοιπόν. Έχω κλείσει
πόρτες, παράθυρα και ζεσταίνομαι. Ανοίγω μια χαραμάδα να μπει αεράκι δροσερό
και ψάχνω την κατάλληλη λεζάντα στον θόρυβο που γλιστράει μέσα και συγχρόνως
προσπαθώ να μαντέψω τι συμβαίνει έξω.
Τα έργα ξανάρχισαν. Ω, ναι! Αναμενόμενο
άλλωστε, αφού κάποτε σταμάτησαν, ε κάποτε θα ξαναρχίσουν. Όχι, όπως η
πολυκατοικία απέναντι που έμεινε στα μπετά. Όπως παλιά που ό,τι άρχιζε ε κάποτε
θα τελείωνε.
Μάιος ήταν, μπορεί και Απρίλιος, όταν
ξεκίνησαν τα έργα. Αντιπλημμυρικά, απαντούσαν οι εργάτες σε όποιον ρωτούσε και
δεν ήταν πολλοί. Ο καιρός περνούσε, οι δρόμοι γέμιζαν χαλίκια, οι ζωές μας χώμα,
τα χαντάκια προχωρούσαν σε βάθος και μάκρος κι όταν πλησίασαν στα εκατό μέτρα
τη δασική περιοχή, σταμάτησαν.
Η δασική υπηρεσία έλεγε στα έργα «Να
φύγετε, να πάτε αλλού», ο δήμαρχος απαντούσε «δεν μπορεί να αλλάξει ο
σχεδιασμός στο τέλος του έργου» και οι κάτοικοι έψαχναν δεξιά, αριστερά, πάνω,
κάτω «Σχεδιασμός, ποιος σχεδιασμός;».
Οι μπουλντόζες ξαναήρθαν, ξαναέσκαψαν,
έψαξαν τις θέσεις που έπρεπε να μπουν τα φρεάτια, τα βρήκαν στο περίπου και τα
έκλεισαν. Στα μπαλκόνια οι γείτονες στοιχημάτιζαν πότε θα ξανανοίξουν τα χαντάκια
και πότε θα ξανακλείσουν. Παίζονταν χρήματα, όχι περισσότερα όμως από αυτά που
χάνονταν να πηγαινοέρχονται μπουλντόζες και φορτηγά, εργάτες να προσλαμβάνονται
και εργολάβοι να εξαφανίζονται.
Το σπίτι τρίζει και δε βρίσκω πια
λεζάντα κατάλληλη. Βγαίνω στο μπαλκόνι και υποψιάζομαι πως μπορεί όλα να είναι
όνειρο. Δεν μπορεί να γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν μπορεί να καταστρέφονται
δρόμοι, να χάνονται χρήματα, επειδή ξεκινούν έργα που ποτέ δεν τελειώνουν,
επειδή δε συμφωνούν Δήμος και Δασική Υπηρεσία. Εκεί που περιμέναμε ο
χωματόδρομος να γίνει άσφαλτος, έγινε ξανά μισό χαντάκι μισό χωματόδρομος.
Ευτυχώς που τα αυτοκίνητα ακόμα μπορούν να περάσουν. Όχι πάντα βέβαια, γιατί
κάποιοι ξεχνούν παρκαρισμένα τα αυτοκίνητά τους σε αυτόν τον μισό χωματόδρομο
και αν θέλεις να συνεχίσεις, πρέπει να πέσεις στο χαντάκι.
Έμαθα πως υπήρξαν πολλοί εργολάβοι, ο ένας
έφυγε χωρίς να πληρώσει κανέναν, ο άλλος τα παράτησε, επειδή δεν τον πλήρωσε
κανένας και δεν έχω καμιά όρεξη να αρχίσω τα τηλέφωνα και να ψάχνω ποιος ξέρει
τον νέο εργολάβο, ποιος υποψιάζεται πότε τελειώνουν τα έργα και ποιος πληρώνει
τον βαρκάρη, που ετοιμάζεται να κάνει δρομολόγια χαντάκι χαντάκι από Σεπτέμβρη
με τα πρωτοβρόχια.
Οι γείτονες όλη τη μέρα με το λάστιχο παλεύουν
με τη σκόνη που τρυπώνει παντού, κουνάνε το κεφάλι τους, γκρινιάζουν, στοιχηματίζουν,
επαναλαμβάνουν πως δεν είναι κατάσταση αυτή και είναι σίγουροι πως θα τραβήξει
αυτή η ταλαιπωρία μέχρι τον Οκτώβρη τουλάχιστον.
Θα αφήσουν λένε μια τρύπα να πέφτουν τα νερά της βροχής σε μια δεξαμενή που θα διαμορφώσουν κάτω από τον δρόμο και όταν η δεξαμενή γεμίζει, θα έρχεται ένα βυτίο και θα αδειάζει το νερό. Πολιτισμένα πράγματα. Ε;
Κι εγώ δεν έχω όρεξη γενικώς.
Κι αν όλα αυτά είναι παιχνίδι, δε βρίσκω
λεζάντα στον θόρυβο, στα χαντάκια και στη σκόνη.
Κι αν όλα αυτά είναι ένα όνειρο;
Όχι δεν μπορεί να είναι όνειρο.
Τίποτα δεν μπορεί να γίνει πιο γελοίο
από την πραγματικότητα…