Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

"Rocky IV"

Το "Rocky IV[1]" μπορεί να θεωρηθεί στον κόσμο του σελιλόιντ ως η υπέρτατη προπαγάνδα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, κομμένο και ραμμένο στα πλαίσια του κινηματογραφικού "ψυχρού πολέμου". Ο καλός κι επίμονος Αμερικάνος νικάει τον κακό και "υπεράνθρωπο" Σοβιετικό (Ιβάν Ντράγκο) και μάλιστα στο "σπίτι" του (τη Σιβηρία). Στο τέλος ο Ντράγκο τα βάζει με έναν ανώτερο αξιωματικό του Κρεμλίνου. Για όλα φταίει το καθεστώς...[2]
[1] Η συγκεκριμένη ταινία ήταν η τέταρτη σε μια σειρά με το ίδιο θέμα και τον ίδιο πρωταγωνιστή αλλά και η πιο πετυχημένη όσον αφορά την εισπρακτική επιτυχία.
[2] http://www.men24.gr/html/ent/562/ent.14562.asp

"Ο Εβραίος Συς"

Στην ταινία "Ο Εβραίος Συς" (1940)[1] χρησιμοποιείται η τεχνική της συγχώνευσης των εικόνων και δεν είναι ένα αθώο οπτικό εφέ. Όταν ο Συς[2] σκορπίζει στο γραφείο του δούκα Karl Alexander του Württemberg χρυσά νομίσματα, αυτά μετατρέπονται σε χορεύτριες. Τι υπονοείται; Ο Εβραίος χρησιμοποιώντας το χρυσάφι, το οποίο θεωρείται ότι ελέγχει, εισάγει στον κόσμο του πύργου τη δίψα για το κέρδος, που συνδέεται στενά με την ηθική διαφθορά. Έτσι παρασύρει στη διαστροφή μια κοινωνία αρχικά εύρωστη πλήττοντας την υγεία της φυλής.[3]
[1] Ταινία του Veit Harlan , βασισμένη σε νουβέλα του Wilhelm Hauff (1827). Μία ακριβή παραγωγή με τη συμμετοχή των κορυφαίων Γερμανών ηθοποιών. Ένα ιστορικό μελόδραμα, το οποίο διαφημίστηκε πως βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα και γυρίστηκε υπό την αυστηρή επιτήρηση του Paul Joseph Goebbels. Σύμφωνα με τη διαφημιστική αφίσα της εποχής, την ταινία την είδαν 8.000.000 θεατές. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του Εβραίου τραπεζίτη ήταν το 1934 και αγγλικής παραγωγής, αλλά δεν είχε μεγάλη επιτυχία στις Η.Π.Α., ενώ στην Αυστρία απαγορεύτηκε. Αυτή η εκδοχή του μύθου βασίστηκε στη νουβέλα του Feuchtwanger και αντίθετα από τη γερμανική ταινία τασσόταν ενάντια στον αντισημιτισμό. Η βρετανική λογοκρισία αμήχανη δε θέλησε με κανένα τρόπο να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο με τη Γερμανία του Χίτλερ όπου οι διωγμοί των Εβραίων είχαν ήδη ξεκινήσει.
(Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Jud_S%C3%BC%C3%9F#Film.2C_TV_or_theatrical_adaptations )
[2] Joseph Süß Oppenheimer, Εβραίος τραπεζίτης στη Στουτγγκάρδη.
[3] Marc Ferro, Κινηματογράφος και Ιστορία, πρόλογος: Σώτη Τριανταφύλλου, μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, Μεταίχμιο, Αθήνα2001, σ. 146

Οι 300

Η μάχη των Θερμοπυλών, αναμφισβήτητα, κατέχει ως μεμονωμένο γεγονός μια πολύ σημαντική θέση στην παγκόσμια ιστορία. Οι «Ιστορίες» του Ηροδότου και η «Ιστορική Βιβλιοθήκη» του Διόδωρου του Σικελιώτη αποτελούν πολύτιμα ιστορικά ίχνη. Ο τρόπος όμως που οι εικόνες προσπάθησαν να αποτυπώσουν τη μάχη μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτικός της ματιάς κάθε εποχής προς το παρελθόν.

Το 1814 σε μια Ευρώπη, που αντιδρά σε καλλιτεχνικά ρεύματα όπως το μπαρόκ και το ροκοκό και θέλει να εμπνέεται από την ιδανική εικόνα της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, ο Jacques-Louis David ζωγραφίζει τον πίνακα «Leonidas at Thermopylae».

Το 1962, ο πολωνικής καταγωγής σκηνοθέτης Rudolph Maté, ο οποίος είχε κινήσει το ενδιαφέρον του κινηματογραφικού κόσμου με προηγούμενη δουλειά του, πάλι σε ταινία ιστορικού ενδιαφέροντος [«La Passion de Jeanne d'Arc», (1928)] γυρίζει το «The 300 Spartans», όπου παράλληλα με το επικό στοιχείο των στρατιωτικο-πολιτικών εξελίξεων εξελίσσεται ένα μελό ειδύλλιο κάποιου ήρωα – πολεμιστή.

Το 2006, ο Zack Snyder με προηγούμενη επιτυχία μια ταινία το «Dawn of the Dead» (2004), θα γυρίσει σε στούντιο του Μόντρεαλ τους «300» με τη μέθοδο της «μπλε οθόνης» μια εκδοχή της μάχης βασισμένη στο ομώνυμο κόμικ ενός από τους πιο αναγνωρισμένους δημιουργούς του χώρου αυτού, του Frank Miller.
Το αντιθετικό σχήμα (πολλοί – λίγοι) υπερτονίζεται με την τερατώδη όψη των Περσών, ενώ η έμφαση στην εικαστική απόδοση δίνει με έναν ξεκάθαρο και ίσως πρωτόγονο τρόπο το στίγμα ή το μήνυμα της εποχής. Η παραγωγή της ταινίας έγινε από τον αμερικάνικο κολοσσό Warner Bros. Pictures, έμπειρο και καταξιωμένο στην αφήγηση της ιστορίας υπερηρώων[1].
Οι αντιδράσεις θετικές ή αρνητικές κινήθηκαν στα όρια της υπερβολής. Για μερικούς το αποτέλεσμα ήταν «τόσο χάρτινο, τόσο έωλο, τόσο αντιδραστικό και στρατοκρατικό, όσο η αρία φυλή του Γκέμπελς και οι ισχυρισμοί του Μπους για χημικά όπλα μαζικής καταστροφής στη Βαγδάτη.»[2] Την ίδια στιγμή κάποιες άλλες φωνές θα μιλήσουν για τεράστια προσωπική και εθνική υπερηφάνεια. Έτσι κι αλλιώς η ταινία θα αποτελεί στο εξής πολύτιμο υλικό για την ιστορία τόσο των ιδεών όσο και των συναισθημάτων.
Ποιο από τα τρία προαναφερθέντα παραδείγματα εικόνων θα μπορούσε να διεκδικήσει το «στυλ του αυτόπτη μάρτυρα»; Ο Λεωνίδας του David, οι 300 Σπαρτιάτες του Maté ή οι 300 του Snyder;

[1] Μόνο για τον Superman και τον Batman οι παραγωγές της Warner είναι: Superman (1973) - Superman II (1980) - Superman IV: The Quest for Peace (1987) - Batman (1989) - Batman Returns (1992) - Batman: Mask of the Phantasm (1993) - Batman Forever (1995) - Riddle Me This: Why Is Batman Forever? (1995) (TV) - Superman: The Last Son of Krypton (1996) - Batman & Robin (1997) - The Batman/Superman Movie (1998) - Batman Beyond: Return of the Joker (2000) - Batman: Mystery of the Batwoman (2003) - "The Batman" (2004) - Batman Begins (2005) - The Batman vs Dracula: The Animated Movie (2005) - - Superman: Brainiac Attacks (2006) - Superman Returns (2006) -Superman II (2006) (V) - Superman Returns (2006) - Superman: The Man of Steel (2009)
[2] Δημήτρης Δανίκας, «Χάρτινη Πατσαβούρα», ΤΑ ΝΕΑ, 8 Μαρτίου 2007

"Goodbye Lenin" - "Πτώση"

Το «Goodbye Lenin» παρακολουθεί την προσπάθεια του νεαρού Alexander Kerner να προστατέψει την ευαίσθητη μητέρα του από ένα μοιραίο σοκ. Η Christiane Kerner, μία φανατική οπαδός του SED (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands) παθαίνει έμφραγμα, όταν βλέπει το γιο της να συλλαμβάνεται σε μια αντικυβερνητική διαδήλωση και πέφτει σε κώμα λίγο πριν πέσει το Τείχος. Συνέρχεται μετά από 8 μήνες, αλλά πολύ εξασθενημένη και οι γιατροί συνιστούν πως θα πρέπει να μην υποστεί νέο σοκ, άρα δεν πρέπει να μάθει πως το αγαπημένο της έθνος της Ανατολικής Γερμανίας δεν υπάρχει πια πουθενά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα λόγια του σκηνοθέτη Wolfgang Becker:
«Πολλοί Ανατολικογερμανοί έχουν ακόμα ένα κόμπλεξ κατωτερότητας. Πώς να συμφιλιωθούν με το παρελθόν τους; Με την ιστορία τους; Είναι δύσκολο γι' αυτούς να πουν "Είχα μια υπέροχη παιδική ηλικία γιατί οι γονείς μου μ' αγαπούσαν και εγώ αγαπούσα τους γονείς μου. Το πρώτο μου φιλί ήταν τέλειο, όπως και η πρώτη φορά που έκανα έρωτα. Έχω υπέροχες αναμνήσεις αν και όλα αυτά συνέβησαν σε μια χώρα που ήταν μια "feelgood" δικτατορία". Η ταινία είναι νομίζω μια αξιοπρεπής κηδεία σ' όλα αυτά. Άγγιξε ένα ευαίσθητο σημείο. Δεν είναι μια ταινία για την επανένωση. Είναι μια ταινία για την σχέση ανάμεσα σε μια μητέρα και ένα γιο. Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις την αληθινή κατάσταση στη Ανατολική Γερμανία για να αντιληφθείς το χιούμορ της ταινίας. Η ταινία είναι μια θλιμμένη κωμωδία. Η κωμωδία είχε πάντοτε μια σοβαρή βάση. Οι άνθρωποι με τους οποίους γελάμε, δεν αισθάνονται την ανάγκη να γελάσουν, ενώ εμείς το κοινό πρέπει να γελάσουμε. »[1]

Ο διάλογος που έχει ανοίξει ανάμεσα στους Γερμανούς και το παρελθόν τους με σκοπό τη συγκρότηση της νέας εθνικής τους ταυτότητας θα συνεχιστεί.

Με τις τελευταίες αγωνιώδεις ημέρες του Χίτλερ, που κατέληξαν στην αυτοκτονία του τον Απρίλιο του 1945 ασχολείται η ταινία "Η Πτώση" (Der Untergang) του γερμανού σκηνοθέτη Oliver Hirschbiegel, που δεν συγκαλύπτει, δεν αποσιωπά, δεν ξεχνάει την πραγματική φύση του καθεστώτος και ενδιαφέρεται για την ιστορική ακρίβεια.
Το καλογραμμένο και ιστορικά ακριβές σενάριο της ταινίας βασίστηκε σε δύο βιβλία: το «Inside Hitler's Bunker: The Last Days of the Third Reich» του Joachim Clemens Fest αλλά και στο βιβλίο που γράφτηκε από την πραγματική γραμματέα του Χίτλερ, Traudl Junge "Bis zur letzten Stunde".[2]
Θα μπορούσαμε να μείνουμε στη φράση του J.H. Plumb πως «το παρελθόν γίνεται το θέατρο της ζωής», και να αρκεστούμε σε μία πρώτη ερμηνεία αυτών των ταινιών, σύμφωνα με την οποία η ζωή δεν είναι μόνο τύχη, δοκιμασίες και αστάθεια, αλλά στο τέλος το κακό βρίσκει τη συμφορά που του αξίζει και ο δίκαιος ανταμείβεται. [3]
Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μία ιστορία των συναισθημάτων, των νοοτροπιών και των ιδεών που εξελίσσεται μέσα στα κουβάρια του σελιλόιντ και αποτυπώνει αυτό το κλίμα έντασης στη σύγχρονη Γερμανία. Από τη μια, η νέα δεξιά, που αυτοδιαφημίζεται ως η «γενιά του 89» με την εκστρατεία της «ενάντια στη λήθη» να θέλει να εμφανίσει τη Γερμανία και τους Γερμανούς ως τα αληθινά θύματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και από την άλλη φωνές που επαναλαμβάνουν τη φράση του Thomas Mann: «η Δύση χρειάζεται μια ευρωπαϊκή Γερμανία και όχι μια γερμανική Ευρώπη». [4]
Ο λόγος - στις ταινίες, όπως και στα κόμικς – μπορεί να είναι βαθιά πολιτικός και κοινωνικά στρατευμένος αλλά όχι πια λιανοπωλητής των ιδεολογιών, τις οποίες φέρει γραμμένες στο ίδιο του το σώμα. Τις προβάλλει μ’ ένα κλείσιμο του ματιού στο θεατή, που πρέπει να είναι υποψιασμένος να το διακρίνει στο φευγαλέο της στιγμής που ο δημιουργός θα αφήσει να διαφανεί το πρόσωπό του.[5]

[1] http://www.cinephilia.gr/2003/goodbye.htm
[2] http://www.sek-ist.gr/662/14.htm
[3] J.H. Plumb, Ο θάνατος του παρελθόντος, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006.σ.58
[4] Richard Wolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με το φασισμό και το μεταμοντερνισμό, μτφρ. Μαρία Φιλιππακοπούλου, Πόλις, Αθήνα 2007,σ. 233, 236
[5] Σκαρπέλος Γιάννης,, Ιστορική μνήμη και ελληνικότητα στα κόμικς, Κριτική, Αθήνα 2000, σελ.60

Το θαύμα της Βέρνης

Το 2003 προβάλλεται το «Θαύμα της Βέρνης» (Das Wunder von Bern). Ένα εντεκάχρονο αγόρι, ο Matthias Lubanski, που έχει ψύχωση με το ποδόσφαιρο, καταφέρνει να αναθερμάνει την αγάπη για ζωή στην καρδιά του πατέρα του που μόλις έχει επιστρέψει μαζί με άλλους αιχμαλώτους πολέμου από τη Σοβιετική Ένωση. Είναι καλοκαίρι του 1954. Η Γερμανία κερδίζει το Παγκόσμιο Κύπελλο και το θαύμα της Βέρνης γλιστράει από τις επίσημες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις στην σκληρή καθημερινή πραγματικότητα ενός έθνους που ψάχνει ακόμα την ταυτότητά του. Κλίμα ενοχής, αυτοκριτικής και κοινωνικής εξαθλίωσης μετά τα χρόνια της ρατσιστικής προπαγάνδας και του προσηλυτισμού. Ένας γερμανικός λαός που ήρθε αντιμέτωπος με τις «σχεδόν άγνωστες» σ’ αυτόν θηριωδίες των στρατοπέδων συγκέντρωσης και απομυθοποίησε τον Χίτλερ. Αυτή είναι ακριβώς και η ατμόσφαιρα που διέπει την αρχή της ταινίας: μελανά χρώματα και φτώχεια.[1]

Από ιστορική άποψη, οι συζητήσεις για τη γερμανική ταυτότητα παραπέμπουν στην εικόνα της Γερμανίας που ακολουθεί το δικό της δρόμο, αναπτύσσοντας μια πολεμική στις ιδέες της καθολικής ισότητας των ανθρώπων – τις "απεχθείς ιδέες του 1789". Από την ενοποίηση των δύο Γερμανιών και μετά, οι πολιτισμικές ορίζουσες έχουν μεταβληθεί σημαντικά, με πολιτικά και πολιτισμικά θέματα που παρέμεναν στο περιθώριο να καταλαμβάνουν πλέον κεντρική θέση.[2]

[1] Richard Wolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με το φασισμό και το μεταμοντερνισμό, μτφρ. Μαρία Φιλιππακοπούλου, Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 226-227
[[2] http://www.cine.gr/film.asp?id=704458&page=4