«Μπλε φεγγάρι πάνω από το Σούνιο»
ψιθύριζα
και οδηγούσα στην παραλιακή
φλερτάροντας επικίνδυνα
με τα βράχια δεξιά
(πάνω από τα νερά που καθρέφτιζαν την πανσέληνο)
και τα φώτα αριστερά
(να με σημαδεύουν στο δόξα-πατρί).
Η Χαρά μιλούσε για την καλύτερη διαδρομή της Αττικής,
η Δήμητρα είχε δαιμονισμένο κέφι
και η Μαρία γελούσε ευγενικά.
Με παρηγορούσε κάπως
η εικόνα του Ερρίκου Μπριόλα
να κοιτάει μπροστά και να κουνάει πέρα δώθε το τιμόνι
στην ίδια παραλιακή,
όσο ο φακός ασχολιόταν
πότε με τις ρόδες που στρίγκλιζαν στα βράχια
και πότε με τα χείλη του
βρεγμένα από το ουίσκι εκείνης της δεκαετίας.
Στην επόμενη σκηνή σχεδόν πάντα
ήταν εκτός εαυτού
με φόντο κάποια ερημική παραλία του Σαρωνικού.
Για μένα όμως επόμενη σκηνή δεν υπήρχε.
Εκατοντάδες αυτοκίνητα,
μπροστά να θέλουν κι αυτά να πάνε στην ίδια συναυλία,
πίσω να κορνάρουν που οδηγώ αργά ο άσχετος,
δεξιά κι αριστερά παρκαρισμένα να διστάζουν αν πρέπει να γυρίσουν ή να συνεχίσουν.
Λίγο μετά τα Λεγραινά σταμάτησα.
Επέστρεφα διανύοντας τις ίδιες αποστάσεις στο μισό χρόνο.
Σταματήσαμε στο προάστιο με τον περισσότερο κόσμο
και περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα.
Ο χρόνος είχε σταματήσει στη δεκαετία του 70
και πετούσε πάνω από τα σπίτια,
προσγειωνόταν σε τραπέζια δίπλα σε πίτσες και μπύρες,
τσιμπούσε τα ψίχουλα κάτω από τα παγκάκια
και ψάρευε με φακό στην προκυμαία.
Αυτό ήταν όλο.
και τα φώτα αριστερά
(να με σημαδεύουν στο δόξα-πατρί).
Η Χαρά μιλούσε για την καλύτερη διαδρομή της Αττικής,
η Δήμητρα είχε δαιμονισμένο κέφι
και η Μαρία γελούσε ευγενικά.
Με παρηγορούσε κάπως
η εικόνα του Ερρίκου Μπριόλα
να κοιτάει μπροστά και να κουνάει πέρα δώθε το τιμόνι
στην ίδια παραλιακή,
όσο ο φακός ασχολιόταν
πότε με τις ρόδες που στρίγκλιζαν στα βράχια
και πότε με τα χείλη του
βρεγμένα από το ουίσκι εκείνης της δεκαετίας.
Στην επόμενη σκηνή σχεδόν πάντα
ήταν εκτός εαυτού
με φόντο κάποια ερημική παραλία του Σαρωνικού.
Για μένα όμως επόμενη σκηνή δεν υπήρχε.
Εκατοντάδες αυτοκίνητα,
μπροστά να θέλουν κι αυτά να πάνε στην ίδια συναυλία,
πίσω να κορνάρουν που οδηγώ αργά ο άσχετος,
δεξιά κι αριστερά παρκαρισμένα να διστάζουν αν πρέπει να γυρίσουν ή να συνεχίσουν.
Λίγο μετά τα Λεγραινά σταμάτησα.
Επέστρεφα διανύοντας τις ίδιες αποστάσεις στο μισό χρόνο.
Σταματήσαμε στο προάστιο με τον περισσότερο κόσμο
και περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα.
Ο χρόνος είχε σταματήσει στη δεκαετία του 70
και πετούσε πάνω από τα σπίτια,
προσγειωνόταν σε τραπέζια δίπλα σε πίτσες και μπύρες,
τσιμπούσε τα ψίχουλα κάτω από τα παγκάκια
και ψάρευε με φακό στην προκυμαία.
Αυτό ήταν όλο.