Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Μπλε φεγγάρι


«Μπλε φεγγάρι πάνω από το Σούνιο» 
ψιθύριζα 
και οδηγούσα στην παραλιακή 
φλερτάροντας επικίνδυνα 
με τα βράχια δεξιά 

(πάνω από τα νερά που καθρέφτιζαν την πανσέληνο)
και τα φώτα αριστερά
(να με σημαδεύουν στο δόξα-πατρί).
Η Χαρά μιλούσε για την καλύτερη διαδρομή της Αττικής,
η Δήμητρα είχε δαιμονισμένο κέφι
και η Μαρία γελούσε ευγενικά.
Με παρηγορούσε κάπως
η εικόνα του Ερρίκου Μπριόλα
να κοιτάει μπροστά και να κουνάει πέρα δώθε το τιμόνι
στην ίδια παραλιακή,
όσο ο φακός ασχολιόταν
πότε με τις ρόδες που στρίγκλιζαν στα βράχια
και πότε με τα χείλη του
βρεγμένα από το ουίσκι εκείνης της δεκαετίας.
Στην επόμενη σκηνή σχεδόν πάντα
ήταν εκτός εαυτού
με φόντο κάποια ερημική παραλία του Σαρωνικού.
Για μένα όμως επόμενη σκηνή δεν υπήρχε.
Εκατοντάδες αυτοκίνητα,
μπροστά να θέλουν κι αυτά να πάνε στην ίδια συναυλία,
πίσω να κορνάρουν που οδηγώ αργά ο άσχετος,
δεξιά κι αριστερά παρκαρισμένα να διστάζουν αν πρέπει να γυρίσουν ή να συνεχίσουν.
Λίγο μετά τα Λεγραινά σταμάτησα.
Επέστρεφα διανύοντας τις ίδιες αποστάσεις στο μισό χρόνο.
Σταματήσαμε στο προάστιο με τον περισσότερο κόσμο
και περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα.
Ο χρόνος είχε σταματήσει στη δεκαετία του 70
και πετούσε πάνω από τα σπίτια,
προσγειωνόταν σε τραπέζια δίπλα σε πίτσες και μπύρες,
τσιμπούσε τα ψίχουλα κάτω από τα παγκάκια
και ψάρευε με φακό στην προκυμαία.
Αυτό ήταν όλο. 

Το νερό ανάποδα


Ο αέρας δυναμώνει 
με τους ήχους της μίζας 
σε παλιό αυτοκίνητο,
μπουμπουνητά γδέρνουν 
την πόρτα του ουρανού. 

Φυσάει.

Ψιχάλες
σκαλίζουν το χώμα,
ησυχάζουν τη σκόνη
πάνω στα φύλλα.
Τα τελευταία πουλιά
εγκαταλείπουν τα κλαδιά,
τα παιδιά κλαίνε
πίσω απ’ το παράθυρο.
Βρέχει.

Και το βράδυ στ’ όνειρο
μαλώνω
με τους φίλους του χειμώνα,
τεράστια μάτια διαλύονται
και βυθίζονται σε γούρνες
με το νερό
να ταξιδεύει ανάποδα.

Μετρώντας αυτοκίνητα ή ευγενικές εκφράσεις


Στις οικογενειακές βόλτες 
– Κυριακή απόγευμα συνήθως – 
η αδερφή μου κι εγώ παίζαμε ένα παιχνίδι 
«ποιος θα εντοπίσει τα περισσότερα αυτοκίνητα CITROEN», 
ο πατέρας οδηγούσε 

και η μητέρα φώναζε να μην τσακωθούμε στο τέλος,
αλλά πάντα καταλήγαμε τα δύο αδερφάκια
σε νυχιές, κλωτσιές και χαστούκια.
Σήμερα επινόησα μία παραλλαγή.
Να μετρήσω (μόνος μου όμως) ευγενικές εκφράσεις που θα ακούσω.
Μπήκα σε μία τράπεζα,
πήρα ένα χαρτάκι από το μηχάνημα,
βάδιζα δήθεν αδιάφορος πάνω – κάτω
και κατασκόπευα τους πάντες.
Συμπέρασμα: απογοητευτικό.
Βγήκα έξω με την υποψία
μήπως πλέον οι λέξεις «συγγνώμη», «ευχαριστώ»
εξαφανίστηκαν.
Τα βλέμματά τους δε συναντιούνταν
και μια βιασύνη έβγαζαν στις κινήσεις.
Μπήκα στο αυτοκίνητο
κι αφηρημένος κοιτούσα ένα άσπρο CITROEN.
Η οδηγός μου χαμογελούσε ευγενικά,
θυμήθηκα πάλι το παιδικό παιχνίδι,
έβαλα μπροστά,
απέφυγα το βλέμμα της.
Θα μπορούσα να πω
έστω ένα «ευχαριστώ».
Τι θα έβαζε τώρα με το νου της για μένα;