Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Κλέφτης ποδηλάτου



Τα παιδικά μου καλοκαίρια
ήταν βουτηγμένα
στο άγχος των εξετάσεων.
Έπρεπε να αποστηθίσω ευρωπαϊκές πρωτεύουσες
αλλά τις μπέρδευα με πεδία μαχών
και τους τύπους της φυσικής
τους έβρισκα ανακατεμένους με κανόνες γραμματικής
που έμοιαζαν τελικά με προσκοπικά τραγούδια.
Ήθελα να βγω να κάνω ποδήλατο,
αλλά δεν μπορούσα να συγκρατήσω
ονόματα, χρονολογίες, τύπους, κανόνες.
Όλα ένα κουβάρι.
Η βιβλιοθήκη στέναζε από το βάρος των βιβλίων
που είχαν καταφέρει
όλη τη χρονιά δόλιοι πλασιέ
να πουλήσουν στη μητέρα μου,
εκείνη με κοιτούσε με παράπονο
που οι σελίδες τους παρέμεναν άκοπες
κι εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο
με το φόβο πως θα περνούσε το καλοκαίρι
χωρίς να το πάρω είδηση.
Εκείνο το μεσημέρι φοβήθηκα στ’  αλήθεια.
Μέναμε στο ισόγειο.
Είδα μία σκιά να γλιστράει σκυφτή
έξω από το παράθυρο.
Έτρεξα να προλάβω.
Δεν ήταν το καλοκαίρι που έφευγε στα κλεφτά.
Δεν υπήρχε κανείς.
Η σκιά είχε φτάσει ήδη
στο τέλος του δρόμου
με το ποδήλατο
που είχα αφήσει ξεκλείδωτο.