Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η τελική ανταμοιβή



Συμμάζευα όλη μέρα 
βιβλία, σημειώσεις, 
χαρτιά γραμμένα, λευκά.
Έφτιαχνα αρχεία με καταλόγους. 
Πετούσα ό,τι έπειθα τον εαυτό μου 
πως δε χρειάζομαι πλέον.

Και στο μυαλό μου ήδη
από νωρίς το απόγευμα
η τελική ανταμοιβή
και σα να έβλεπα κάπου γραμμένη
τη φράση ολόκληρη.

Είχε νυχτώσει για τα καλά.
Στρίμωξα το χαρτομάνι
κάτω από το τραπέζι
Κι από το σωρό
τράβηξα ένα χαρτί.
«Προλαβαίνω μια αντίδραση,
μόνο αν την προβλέψω».

Χτύπησα στη μηχανή αναζήτησης:
«ΠΙΝΑΚΑΣ»

Διάβασα ένα άλλο χαρτί:
«Το 99% είναι νεώτεροι από μένα.
Το 80% κοιμήθηκαν
με ένα ταμπελάκι στο λαιμό».

Η μηχανή ξερνάει στα κεφαλαία:
«ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ».

Βρίσκω άλλο κείμενο:
«Απεβίωσαν σε ηλικία
που πλησιάζει τη δική μου».

Η μηχανή απαντά:
«Ο ΝΤΑΛΙ ΣΤΑ 6 ΤΟΥ
ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΑΓΕΙΡΑΣ».

«Ξαναζώ το παρελθόν
και το συγκρίνω
με ό,τι με περιβάλλει
όσο ακούω μια φωνή
που με προτρέπει
ξανά και ξανά
να ζήσω όπως όπως
ό,τι μου μένει.
Δεν έχω καμία όρεξη
να αρχίσω τρέλες».

Η μηχανή με ειρωνεύεται:
«Ο ΜΙΡΟ ΠΕΘΑΝΕ
90 ΧΡΟΝΩΝ».

Το θυμάμαι το επόμενο κείμενο.
Είχα κλειστεί στο δωμάτιο,
το έγραψα
και μετά το έκρυψα:
«Σα να βγήκα
από μια μαγική παράσταση
και τώρα όλα γύρω μου
είναι γκρίζα …
το κοστούμι μου πολύχρωμο
αλλά από πιο φθηνό ύφασμα».

Η μηχανή δε με λυπάται,
μου πετάει στα μούτρα
έναν πίνακα του Magritte
χωρίς καμιά εξήγηση.

Η εικόνα: Rene Magritte, Homesickness (1940).