Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Το νέο έτος



Πριν ακόμα έρθουν οι γιορτές, 
εγώ είχα πάρει τα επιπλέον κιλά.
Πριν ακόμα χαλάσει ο καιρός,
εγώ αρρώστησα.
Και να τώρα λέω...
να μπω στο νέο έτος νωρίτερα 
και να σας περιμένω εκεί!

Γιάννης Ξανθούλης, Ο γιος του δασκάλου


Μου αρέσουν τα βιβλία και οι ταινίες που δίνουν έμφαση στον τρόπο που αφηγούνται την ιστορία τους και παρασυρμένος από την "Κυριακή έχουμε γάμο" άρχισα αμέσως τον "Γιο του δασκάλου". Το εξώφυλλο βέβαια δεν είναι και τόσο διαφωτιστικό της υπόθεσης για ένα "προ σαράντα ετών μυστήριο". Ο συγγραφέας διάλεξε για εξώφυλλο το βλέμμα του Χορστ Μπούχολτς και τον συννεφιασμένο παρισινό ουρανό πάνω από τη Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων για να ντύσει μια ιστορία που τελικά τυχαία αποκαλύφθηκε εξαιτίας μιας ξαφνικής καλοκαιρινής βροχής σε μια μίζερη Αθήνα.

Επιχείρηση: Πρώτη φορά μελομακάρονα

Αγαπητό ημερολόγιο, λίγο η ζήλια για όσους δεν πολυασχολούνται με τις τιμές των χριστουγεννιάτικων γλυκών λίγο μια βαρεμάρα να μαζεύω τέταρτα του κιλού σε πολλά πολλά κουτάκια από κάθε γνωστό και άγνωστο ζαχαροπλαστείο και φούρνο αποφάσισα φέτος να βάλω μπρος την "Επιχείρηση: Πρώτη φορά μελομακάρονα". 
Έπαιξε ρόλο και το παράπονο της κόρης "Δε θα μυρίσει το σπίτι μας Χριστούγεννα;" και 29 του Δεκέμβρη ατμοί κανέλας, γαρίφαλου, πορτοκαλιού και μελιού ταξίδευαν στον αέρα, χόρευαν με τη φωνή του Crosby και σχημάτιζαν όλοι μαζί ένα τεράστιο βέλος που σημάδευε το δέντρο μας αλλά γυρνούσε ξανά στο μπολ με το σιρόπι που έπρεπε να περάσουν 4 ώρες για να κρυώσει.
29 Δεκεμβρίου; Θα πείτε νωρίς το θυμήθηκα και θα απαντήσω χωρίς ίχνος ειρωνείας "Κάλλιο αργά παρά αργότερα"όπως σχολίασε κι ο Π.
Γιατί όχι κουραμπιέδες; Θα πείτε παίρνω θέση στο ντέρμπι των αιωνίων και θα πω "Δε μου περισσεύει ζάχαρη άχνη αλλά μισό βαζάκι μέλι και μάλιστα ήδη ελαφρώς ζαχαρωμένα"
Συμπεράσματα λοιπόν από την "Επιχείρηση: πρώτη φορά μελομακάρονα"
1. Χρειάζονται πολλά υλικά για να γίνουν αυτές οι μπουκίτσες, όπως χρειάζονται συνήθως πολλά πράγματα για να πει κάποιος ότι είναι ευτυχισμένος. Πολλά και στη σωστή δόση. Για τα μελομακάρονα μιλάω. Αλλά και για την ευτυχία.
2. Αν λείπουν δυο υλικά, δεν το ρίχνεις στο κλάμα. Δεν ήρθε η καταστροφή του κόσμου. Την επόμενη φορά δε θα ξεχάσεις να προσθέσεις σιμιγδάλι και μοσχοκάρυδο αλλά μέχρι τότε προσποιείσαι ότι δε λείπει τίποτα. Ομοίως και στο ζήτημα της ευτυχίας. Δε χρειάζονται υποκατάστατα της τελευταίας στιγμής. Άλλωστε έχουν το νόημά τους και οι απουσίες!

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Η γάτα και το ποντίκι

Ήθελε μ΄αυτό το αθώο βλέμμα
να πιστέψω 
πως μπορούσα να πιάσω το ποντίκι
και να συνεχίσω τη δουλειά μου...
Στη σκέψη του όμως 
το ποντίκι ήταν δικό του...

Ο χρόνος


Ο χρόνος είχε στο βλέμμα τη φράση "τι δουλειά έχεις εσύ εδώ". Ανακάτευε τις αναμνήσεις μου σαν τραπουλόχαρτα που πετούσαν ως το ταβάνι και ξαναγυρνούσαν με τις φιγούρες να χαμογελούν, να λένε ιστορίες, να φανερώνουν μυστικά οικογενειακά, ερωτικά, επαγγελματικά και να μπερδεύουν τις δεκαετίες, αφού σε ένα χαρτί ήμουν ο γιος που όλο παραπονιόταν και στο άλλο ο πατέρας που έπρεπε να συμβουλεύει...
Κρατήθηκα από το βλέμμα του χρόνου και όσο έπεφταν ακόμα τα τραπουλόχαρτα - αναμνήσεις, στριμώχτηκα δίπλα του να βλέπω τις ίδιες εικόνες αλλά αυτή τη φορά να φεύγουν και όχι να ξαναέρχονται...
Γ.Γ. (26/12/1966)
Εικόνα: Iwona Lifsches, A tribute to "Frederik Sending Love Letters To The World"

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Το μπουφανόδεντρο




Στο Β1 κατοικοεδρεύει η «αστυνομία μόδας» του σχολείου μας
κι αν δεν ταιριάζουν χρωματικά αυτά που φορώ,
αποφεύγω να μπω στην αίθουσα.
Κορίτσια και αγόρια σχολιάζουν
κι είναι κάθε φορά κάτι σαν χαιρετισμός μεταξύ μας, 
πριν τους ανακοινώσω κάτι,
να πουν:
«Ωραίο πουκάμισο φοράτε»,
να ρωτήσουν: «καινούρια είναι τα παπούτσια;»
εξηγώντας αμέσως «δεν τα έχετε ξαναφορέσει».
Όταν την προηγούμενη βδομάδα κάποιος παρατήρησε:
«Καινούριο μπουφάν;»
είπα με νόημα «είμαι τυχερός»
εκμεταλλεύτηκα τη σιωπή που απλώθηκε
«έχω ανακαλύψει ένα δέντρο,
κάθε μέρα βγαίνουν στα κλαδιά του
και διαφορετικά μπουφάν,
το μόνο που έχω να κάνω είναι να διαλέξω
ποιο μου αρέσει».
Το καταευχαριστήθηκαν και μάλλον τους άρεσε ιδιαίτερα
το «Μπουφανόδεντρο» που μόνο εγώ ξέρω πού βρίσκεται.
Σήμερα ο Άγγελος από την «αστυνομία μόδας» του σχολείου μας,
το γνωστό Β1,
με πλησίασε στο προαύλιο
«κύριε Γιώργο»
Μου έδειξε μία ζωγραφιά
«το μπουφανόδεντρο στολισμένο»
και με ένα χαμόγελο μου ευχήθηκε για την πιο όμορφη γιορτή του χρόνου
που το ημερολόγιο σκέφτηκε να την κρατήσει τελευταία.
Κάτι σαν έκπληξη…
Γ.Γ. (14/12/2015)

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Κυριακάτικο ξύπνημα...

Αναρωτιόμουν πώς βρέθηκα εκεί. Μια τεράστια αίθουσα με έναν πίνακα όσο ο τοίχος και γεμάτος θρανία ο χώρος με τα παιδιά λίγα και ήσυχα στις θέσεις τους. Δεν άκουγαν τι έλεγα κι ούτε μιλούσαν μεταξύ τους. Κατέβηκε με θόρυβο ένα πανί που κάλυψε τελικά το κέντρο του πίνακα. Ο θόρυβος ήταν από πλήκτρα γραφομηχανής και δε βρήκα άλλον παραξενεμένο όσο κι αν έψαξα με το βλέμμα όλη την αίθουσα.
Μια ταινία έπαιζε κι ήθελα να πάρω τον λόγο να πω «δε διάλεξα εγώ αυτό που βλέπετε», φοβόμουν τη στιγμή τόσα μάτια να στραφούν ξαφνικά πάνω μου και μου πέρασε η ιδέα να σταματήσω την προβολή και να κρυφτώ. Όλα ήταν μαγικά σ’ αυτή την αίθουσα, μαγικά και κατά έναν τρόπο ανεξήγητα. Τριγυρνούσα ανάμεσα στα θρανία αόρατος και το ένιωθα ήμουν σε όνειρο κι έψαχνα τον τρόπο να βγω. Εντόπισα πίσω στο βάθος μια πόρτα.
Σε άλλα όνειρα κυκλοφορούσα με ένα παπούτσι στη μέση ενός δρόμου και με κοιτούσαν όλοι, ακόμη και τα αυτοκίνητα ή ένας γορίλας στο στυλ της πρώτης ταινίας του 33 αλλά τρομακτικός και καθόλου ψεύτικος έσπαγε το τζάμι, έμπαινε στο σπίτι κι ερχόταν καταπάνω μου. Τώρα όμως… Όλα γίνονταν χωρίς εμένα.
Έξω από την πόρτα ένας στενόμακρος διάδρομος, ένας εργάτης έβαφε τον τοίχο και τρεις κάθονταν σταυροπόδι με τις κιθάρες και τα μπουζούκια τους, «ενοχλείτε» ξεκίνησα να λέω κι ο τρίτος των καθήμενων σηκώθηκε να φέρει δυο βόλτες ζεϊμπέκικο. «Θα μιλήσω στην Τεχνική Υπηρεσία» ψέλλισα και σα να άκουσα όλους μαζί τραγουδιστά να απαντούν «να μιλήσεις». «Ίσως είναι το ρεφραίν σε δικό τους τραγούδι» σκέφτηκα και πίσω στην αίθουσα τα παιδιά ήταν περισσότερα κι ανάμεσά τους μεγάλοι που έγραφαν, έγραφαν, έγραφαν ίσως την υπόθεση της ταινίας που έβλεπαν τα παιδιά, τα παράπονά τους μην τα ξεχάσουν, αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια ή κάποια ωραία συνταγή και τιπς που θα αναδείξουν το φαγητό «πότε να κλείσεις με καπάκι την κατσαρόλα και με ποια φορά να ανακατεύει η ξύλινη κουτάλα τον πηχτό βυθό».
Δε χτύπησε το κουδούνι, τα παιδιά είχαν βαρεθεί στα θρανία, οι μεγάλοι αντάλλασσαν τις σημειώσεις τους, μερικοί σα σαΐτες και οι εργάτες περισσότεροι από τέσσερις έμπαιναν μέσα στην αίθουσα κι απλώνονταν σαν αέριο παντού, έβαφαν, τραγουδούσαν, χόρευαν, τηλέφωνα χτυπούσαν κι άλλοι ήχοι παρόμοιοι μαζεύονταν δίπλα να πετύχουν ρυθμικά και μελωδικά ένα ακόμη κυριακάτικο ξύπνημα.
Γ.Γ. (6/12/2015) 

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Στον σκοτεινό θάλαμο του ασανσέρ...


Λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα να μπαίναμε, όλα θα ήταν αλλιώς. Λίγο προς τα πάνω ή λίγο προς τα κάτω θα πήγε, αλλά σα να ταλαντεύτηκε στο κενό και μετά σταμάτησε χωρίς να μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πού και πώς.
Απόλυτο σκοτάδι και μια υποψία πανικού πίσω από τις φωνές που γίνονταν πιο δυνατές, πιο αγχωμένες και σε έναν τόνο προσβλητικές.
Τέσσερις ήμασταν οι εγκλωβισμένοι. Τσίριζε συνεχώς αυτό που οι παλιοί στα τρένα το έλεγαν κομβίο κινδύνου, αλλά σήμερα και μέσα στον σκοτεινό θάλαμο του ασανσέρ εύκολα το περνούσες για έναν ακόμη όροφο.
Όταν, ώρα μετά, όλα είχαν τελειώσει, ένας γείτονας «ακόμα αγουροξυπνημένος» έλεγε πόσο μοιάζει ο ήχος από το σήμα κινδύνου με νταλίκα που κάνει όπισθεν και γελούσε που στον ύπνο του ταίριαζε πολύ με τους θορύβους που είχαν σηκώσει μια γειτονιά στο πόδι κι εκείνος φώναζε στον νταλικέρη που πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε και ούτε κι εκείνος ήξερε πού πήγαινε και μετά ξύπνησε από αυτόν τον ήχο. Κανείς δε γέλασε κι ο «ακόμα αγουροξυπνημένος» κοίταξε το ρολόι του και χάθηκε χωρίς δικαιολογία πίσω από την πόρτα.
Πίσω στην ώρα του εγκλωβισμού, η κυρία στον τέταρτο ήταν με το καροτσάκι της λαϊκής και ούρλιαζε να την ακούσει κάποιος με το μυαλό στα ψάρια που μόλις είχε αγοράσει και θέλανε ψυγείο. Φώναζε χτυπώντας το κλειδί στον καθρέφτη να την ακούσει ο γιος της να ξυπνήσει, να βγάλει το κοτόπουλο από το ψυγείο και να το μαρινάρει με γιαούρτι και μαγιονέζα και θα συνέχιζε τη συνταγή με όλες τις λεπτομέρειες παρά τα σκουντήματα των συνεγκλωβισμένων, αν δεν ακουγόταν η σειρήνα της πυροσβεστικής.
Ο νεαρός στον τρίτο έψαχνε τις εφαρμογές στο κινητό και η μάνα του δίπλα μες στη μουρμούρα «ένα απλό κινητό έχω και πιάνει, ένα κινητό που δεν έχει φωτογραφική, δεν μπαίνει το ίντερνετ, μόνο ξυπνητήρι έχει και ραδιόφωνο, αλλά πιάνει, ακούς που μου ήθελες iphone» κι ο γιος άκουγε, αλλά ακόμη έψαχνε την εφαρμογή του φακού με γυρισμένη την πλάτη. Όση ώρα η μητέρα του τρίτου τηλεφωνούσε σε πυροσβεστική, τεχνικό ασανσέρ, Εταιρεία Ηλεκτρισμού, μια φίλη της στη Λαμία και τη μητέρα της που ανησυχούσε «πού είσαστε, γιατί δεν απαντάτε στο σταθερό;», ο γιος ανέβαζε σε διάφορα σημεία το iphone αλλά πουθενά δεν είχε σήμα κι εγώ έψαχνα μέσα μου τι νιώθω, αν φοβάμαι, αν τρέχει πιο γρήγορα το αίμα στις φλέβες και στον λαιμό, έπιανα την καρδιά μου να καταλάβω αν με έπιασε ήδη πανικός.
Ο πυροσβέστης που μας απεγκλώβισε πήρε τα ονόματά μας κι όλοι τα έβαλαν πρώτα με τον διαχειριστή κι όταν δικαιολογήθηκα πως εγώ είμαι ο διαχειριστής και ήμουν δίπλα τους στα δύσκολα, τα έβαλαν με τον τεχνικό που τον πληρώνουμε ένα κάρο λεφτά αλλά πάλι κινδυνεύσαμε και μάλιστα χωρίς λόγο. Αυτό το «χωρίς λόγο» δε θυμάμαι ποιος το είπε, δεν κατάλαβα γιατί το είπε και ούτε ρώτησα, αλλά ως διά μαγείας εμφανίστηκε ο τεχνικός χαμογελαστός και μας έδειξε πως η λύση ήταν μπροστά μας και πόσο εύκολα θα μπορούσαμε χειροκίνητα να απεγκλωβιστούμε, αφού το ασανσέρ είχε κατέβει σε όροφο. Δεν υπήρχε πλέον φταίχτης να του φωνάξουμε και κλειστήκαμε όλοι στα διαμερίσματά μας, αφήνοντας χώρο στον «ακόμα αγουροξυπνημένο» γείτονα να δραπετεύσει και μετά ξαναβγήκαμε. Ναι, δέκα λεπτά μόνο ησυχάσαμε και συναντηθήκαμε όλοι στην είσοδο της πολυκατοικίας, είχαν μαζευτεί κι άλλοι που ρωτούσαν, εμείς φωνάζαμε αυτή τη φορά εναντίον της Εταιρίας Ηλεκτρισμού και μας έφταιγαν πολλά ακόμη.
Ο νεαρός του τρίτου μόνο δεν κατέβηκε μαζί μας, μας κοίταξε λίγο από το μπαλκόνι και τραβήχτηκε αμέσως μέσα με το βλέμμα χαμένο και μάλλον αποφασισμένος να γράψει την ιστορία μας χωρίς αρχή, χωρίς τέλος και χωρίς φυσικά να μας ζητήσει την άδεια να την ανεβάσει στο blog του.