Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012


Τους αφηγήθηκα το μάθημα σχετικά με τις συνθήκες της ζωής των υποδούλων και τους έδωσα ένα σχεδιάγραμμα με τα βασικά σημεία. Είχα σκοπό να τους κατευθύνω σε ερωτήσεις που είχα ετοιμάσει την προηγούμενη μέρα. 
Ο Γιώργος ρώτησε αυθόρμητα και 
με σιγανή φωνή:
- Έκαναν τίποτα καλό, κύριε;
Συνειδητοποίησα πως επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Κρέμονταν με μάτια γουρλωμένα κάπου ανάμεσα στα ακίνητα χείλη μου και το ανοιχτό βιβλίο που ίσως έκρυβε κάποια απάντηση.
Ο Νίκος, όπως το συνήθιζε, πετάχτηκε και με χειρονομίες προσπάθησε να ξεσηκώσει και τους υπόλοιπους. Αλλά κι αυτός ρωτούσε.
- Τουλάχιστον θα εκδικηθούμε στα επόμενα κεφάλαια;
Η Νεφέλη επιχείρησε να με βγάλει από τη δύσκολη θέση.
- Αυτοί που μάζευαν τους φόρους ήταν Έλληνες;
Έπρεπε να διαχειριστώ το μίσος που έβλεπα να ανεβαίνει στα μάτια τους. Θα μπορούσα να τους πω το κλασικό «Βιάζεστε, θα τα μάθουμε όλα στις επόμενες σελίδες», όμως μια υποψία με σταμάτησε, πέρασε ξυστά και μου ψιθύρισε στο αυτί
- Δε σε ρωτάνε για τότε …
Πάγωσα. Έπρεπε κάτι να πω. Ρολόι δεν υπήρχε στο χέρι μου. Ούτε στον τοίχο. Έκλεισα τα μάτια.
Για να με προσέξουν;
Δεν είχαν πάρει τα μάτια τους από πάνω μου.
Για να κερδίσω χρόνο;
Δεν ωφελούσε πια.
Άνοιξα τα μάτια.

Ήταν Σάββατο 7 το πρωί …

(Η εικόνα: Alexander Jansson, Sorychta Sisters, 2008)