Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Ο μπλόκος (Βασίλης Τσιτσάνης)


ΜΠΛΟΚΟΣ (Τσιτσάνης)
Βγήκανε νωρίς τ’ αστέρια
βγήκανε και τα μαχαίρια,
για να μας καρφώσουν –
Ωχ! μανούλα μου.
Έφτασαν τα καραβάνια
με σπαθιά και με γκιορντάνια,
για να μας σταυρώσουν –
Ωχ! μανούλα μου.
Εμείς το ξέραμε μια μέρα
πως θα γίνει μπλόκος –
Ωχ! μανούλα μου.
Κι είναι πολλοί αυτοί που
χρόνια μας σταυρώνουν, χρόνια –
Ωχ! καρδούλα μου.
Κράτησε σφιχτά τα χέρια –
την καρδιά σου κάνε πέτρα, μην πονάς.
Μια χούφτα παλληκάρια
πολεμάν σαν τα λιοντάρια,
μέσα στην αντάρα –
μέσα στη σκλαβιά,
το θεριό στα δύο να κόψουν
και τον τύραννο να διώξουν,
όλα θα τα δώσουν –
για τη λευτεριά.
(Το γνωρίζουμε από δίσκο  του 1978, με το συνθέτη και την Ελένη Γεράνη. Ωστόσο, όπως μας πληροφορεί ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, το τραγούδι αυτό είχε βγει στην Αμερική, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, με ερμηνευτή τον Αθ. Πειραιώτη)

Οι μαυραγορίτες (Μιχάλης Γενίτσαρης)




Μαύρη αγορά, επειδή η αγοραπωλησία γινόταν στο σκοτάδι. Στην αρχή τουλάχιστον.
Οι μαυραγορίτες έλεγαν πόσα ήθελαν και οι επίδοξοι αγοραστές έμεναν άφωνοι, έτριβαν από έκπληξη τα μάτια και έφευγαν με την ελπίδα πως όλα είναι ένα κακό όνειρο. Ένας εφιάλτης.
Εφιάλτης όμως ήταν η καθημερινότητά τους. Και δεν μπορούσαν να γλιτώσουν.

Στίχοι: Μιχάλης Γενίτσαρης
Μουσική: Μιχάλης Γενίτσαρης

Μικροί μεγάλοι γίνανε
μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλο τον ντουνιά
με δίχως πορτοφόλι

Ακόμα κι οι γυναίκες τους
τη μαύρη κυνηγάνε
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν
κανέναν δε ψηφάνε

Πρωί και βράδυ τρέχουνε
στους δρόμους σαν κοράκια
πελάτες ψάχνουν για να βρουν
να γδάρουνε κορμάκια

Πουλήσαμε τα σπίτια μας
και τα υπάρχοντα μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί
να φάνε τα παιδιά μας"