Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Forest


Band: The Cure

Album: Seventeen Seconds (1980)

Members: Robert Smith, Simon Gallup, Lol Tolhurst, Matthieu Hartley,

http://www.youtube.com/watch?v=HY7wuV_C1oI

come closer and see

see into the trees

find the girl

if you can



come closer and see

see into the dark

just follow your eyes

just follow your eyes



i hear her voice

calling my name

the sound is deep

in the dark

i hear her voice

and start to run

into the trees

into the trees

into the trees



suddenly i stop

but i know it's too late

i'm lost in a forest

all alone

the girl was never there

it's always the same

i'm running towards nothing

again and again and again

Golden Brown



Band: The Stranglers
Album: La Folie (1981)
Single 1982 (B SIDE: Love 30)


Golden brown texture like sun
Lays me down with my mind she runs
Throughout the night
No need to fight
Never a frown with golden brown
Every time just like the last
On her ship tied to the mast
To distant lands
Takes both my hands
Never a frown with golden brown
Golden brown finer temptress
Through the ages she's headingWest
From far away
Stays for a day
Never a frown with golden brown
Never a frown
With golden brown
Never a frown
With golden brown

Nice N' Sleazy


Band: The Stranglers

Album: Black and White (1978)

Members: Hugh Cornwell, Jean Jaques Burnel, Dave Greenfield, Jet Black


We came across the west sea
We didn't have much idea of the
Kind of climate waiting
We used our hands for guidance
Like the children of a preacher
Like a dry tree seeking water
Or a daughter
Nice 'n' sleazy
Nice 'n' sleazy does it
Nice 'n' sleazy
Nice 'n' sleazy
Does it does it does it every time
Nice 'n' sleazy
Nice 'n' sleazy
Does it does it does it every time
Nice 'n' sleazy does it
Nice 'n' sleazy
Nice 'n' sleazy
Does it does it does it every time
Nice 'n' sleazy
Nice 'n' sleazy
Does it does it does it every time
Nice 'n' sleazy does it
An angel came from outside
Had no halo had no father
With a coat of many colours
He spoke of brothers many
Wine and women song a plenty
He began to write a chapter
In history
Nice 'n' sleazy
Nice 'n' sleazy does it
Nice 'n' sleazy does it
Nice 'n' sleazy does it
Does it every time

Getting away with it all (messed up)


http://www.youtube.com/watch?v=K7jf-NKRbMU

Band: James
Album: Pleased to Meet you (2001)

Members: Tim Booth, Jim Glennie, Larry Gott, David Baynton-Power, Saul Davies, Mark Hunter


Are you aching for the blade
That's o.k.Were insured
Are you aching for the grave
That's o.k.Were insured
We're getting away with it All messed up
Getting away with it All messed up
That's the living

Daniel's saving Grace
She's out in deep water
hope he's a good swimmer
Daniel plays his ace
Deep inside his temple
He knows how to serve her

Were getting away with it All messed up
Getting away with it All messed up
That's the living

Daniel drinks his weight
Drinks like Richard Burton
Dance like John Travolta, now.
Daniel's saving Grace
He was all but drowning
Now they live like dolphins

Getting away with it All messed up
Getting away with it All messed up
That's the living
Getting away with it
Getting away with it
Getting away with it
That's the living
That's the living

Δρακουμέλ


Then you sent me to school
Which was all about rules
And I learnt to pretend
And so I faked my way through school
Εγώ τις πρώτες μέρες που άκουγα ότι θα πάω στο σχολείο, φοβόμουν αρκετά μπορώ να πω. Την ημέρα που με πήγαν έτρεξα και μπήκα στην τάξη. Η κυρία μας έμοιαζε με το Δρακουμέλ και τη φοβόμουν. Απ’ την πρώτη μέρα ξεκίνησαν τα βάσανα. Αυτή με το που πήγαινες να ζητήσεις κάτι απ’ το διπλανό σου, σήκωνε όλη τη σειρά σου και τη δίπλα και σε χαστούκιζε. Εγώ ήμουν στο πρώτο θρανίο, αυτή έβγαζε τα παπούτσια της και μύριζαν …
Στην κασετίνα μου είχα ένα μικρό πορτοφόλι και εκείνη μου είχε δώσει το κλειδί της ντουλάπας. Μια μέρα ξεχάστηκα και το άφησα σπίτι.
Ωχ! την άλλη μέρα με το που πήγα σχολείο, μου έχωσε ένα χαστούκι, μα τι χαστούκι …
Την ίδια μέρα θα μαθαίναμε την αλφαβήτα, εγώ δεν την ήξερα και απ’ το άγχος μου έκανα εμετό .
Μ.Λ. (2001)

Από δειλία


Μπήκε μες στο δωμάτιο, ψάχνοντας στο σκοτάδι τις ντουλάπες. Όταν άνοιξε το φως, με κοίταξε. Έκανα να της χαμογελάσω, μα δεν πρόλαβα. Έβαλε τις φωνές, έκλαιγε, είχε μαζέψει το πρόσωπό της, τα μάτια της χαμήλωναν προς τα μάγουλα. Σα να με φοβόταν.
Πήγα να της πω πως «είμαι εντάξει», νομίζοντας πως με πέρασε γι’ άρρωστο. Δεν πρόλαβα. Έβαλε πάλι τις φωνές. Αυτή τη φορά τ’ άκουσα καθαρά. Είχε γίνει λάθος, δε μπορούσε να ’ταν αλλιώς.
Τους έβλεπα για δυο-τρία λεπτά ακόμα που πηγαινοέρχονταν θλιμμένα πάνω απ’ το κεφάλι μου. Κάπου-κάπου κάποιος φώναζε : «μη στέκεστε πάνω του». Έστρεφα τα μάτια στο δωμάτιο ψάχνοντας εκείνη. Μάταια. Κάποιος έφερε τα χέρια του πάνω στα μάτια μου. Μέχρι να τον αναγνωρίσω με είχε τυφλώσει. Παραπονέθηκα. Κάτι άσχημο συνέβαινε.
Δε μ’ άκουσε κανείς. Μου σταύρωσαν και τα χέρια.
Τώρα πια μόνο άκουγα. Όχι, δεν ένιωθα, μπορεί να με ποδοπατούσαν ή ακόμα και να με κομμάτιαζαν. Μ’ αποκαλούσαν ηλίθιο επειδή πέθανα.
«Ποιος πέθανε;» ρώτησα χωρίς να περιμένω απάντηση. Παρηγορούσε ο ένας τον άλλον κι έμεναν όλοι απαρηγόρητοι.
Ήμουν αποκαμωμένος κι όμως δεν ένιωθα το σώμα μου. Πριν βουλιάξω σ’ έναν ύπνο απαλό σα σύννεφο, άρχισαν να με φιλάνε, άλλος στο μέτωπο, άλλος στο μάγουλο, σα να με κάρφωναν. Κάποιος με φίλησε στα μάτια, πρέπει να ’ταν εκείνος που μου τα ’κλεισε.
Για λίγο ένιωσα τα μάτια μου ν’ ανοίγουν. Νόμιζα πως έβρεχε δίπλα στ’ ανοιχτό παράθυρο. Φαντάστηκα πως ήταν η μόνη μου ευκαιρία. Μάζεψα τις δυνάμεις μου, μα πάλι δε μ’ άκουσε κανείς. Άλλωστε ... δεν υπήρχε κανείς δίπλα μου.
Το πρώτο τσιγάρο τσίριζε πετάγοντας μικρές σπίθες, ίσως επειδή δεν είχε ακόμα ξημερώσει. Τυλίχτηκα μες στις κουβέρτες κι έβλεπα τα μάτια που θέλαν να ξανακλείσουν, τις πιτσιλιές που άφηνε η βροχή στο τζάμι. Το παράθυρο δεν ήταν ανοιχτό.
Όταν ήρθε το φως, βγήκα στους δρόμους. Κανείς δε με κοίταξε, κανείς δεν τρόμαξε το βλέμμα μου. Κι εγώ - στ’ αλήθεια αυτή τη φορά – άρρωστος έπεσα μπρος σ’ ένα σπίτι με κήπο. Όλα αυτά που μ’ ανησυχούσαν δεν είχαν αφήσει τίποτε από κείνο το κουρέλι που έκρυβα μέσα μου κι άρχισαν τώρα να καταστρέφουν και το σώμα μου.
Όταν συνήλθα, δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων κολλημένα προφίλ στα τζάμια των λεωφορείων που έφευγαν κι η αγάπη που μίκραινε από δειλία.

Το ελικόπτερο

Ήταν χειμώνας κι έξω έβρεχε . Το βράδυ η βροχή δυνάμωσε , ενώ εγώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι έβλεπα τηλεόραση . Μια δυνατή βροντή ακούστηκε και βγήκα απ’ την πραγματικότητα .
Μέσα στο όνειρο λέει πως ήταν νύχτα κι έβρεχε . Η πόλη ήταν έρημη και τίποτα δεν έδινε στο μαύρο σκοτάδι λίγο φως . Ξαφνικά ακούγεται ένας παράξενος ήχος .

Ένα ελικόπτερο κομματιάστηκε στα δύο μπροστά μου .

Αναρωτήθηκα πού είναι οι επιβάτες του και δυο άντρες βγαίνουν εκείνη τη στιγμή με κόπο και πληγές σε όλο το σώμα να κλείνουν ... σιγά – σιγά . Τα μάτια τους είχαν πάρει ένα αλλόκοτο χρώμα . Τότε άρχισαν ένα κυνηγητό να με πιάσουν μην τυχόν και πω σε κανέναν πως τους είδα .Τελικά μ’ έπιασαν και με οδήγησαν σε ένα μέρος όπου σκοτώνουν όλους τους προδότες .
«Βοήθεια» φώναζα πριν το ξυπνητήρι διαλύσει το όνειρο .
Κ.Π. (2000)

Ψηνόμουν στον πυρετό


Ήμουν στο δωμάτιο.
Άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες, άνοιξα το φούρνο κι ό,τι είχε μέσα το έφαγα. Μπήκα στο δωμάτιο της αδερφής μου και διέλυσα όλα τα παιχνίδια.
Έπειτα έσπαγα τα πάντα μες στο σπίτι.
Ο θόρυβος ξύπνησε τους γονείς μου, οι οποίοι με τη σειρά τους μ’ έσπρωχναν γλυκά μήπως και ξυπνήσω.
Ψηνόμουν στον πυρετό.

Τ.Α. (2000)

Κατερίνα

Η Κατερίνα κοιτάζει πάλι την εικόνα. Το νεανικό Του πρόσωπο με τα γέρικα μάτια σ’ έκφραση εγκαρτέρησης στον πόνο . Συνδυάζει όλα τα προσόντα να χαρακτηρισθεί θεός για τους έξω . Ακάνθινο στεφάνι κι ένα βλέμμα που στοχεύει στον Ύψιστο πώς να μην αναδείξουν τη φιγούρα της εικόνας του Μεσσία; Με μόνο μια βδομάδα Παθών.
Προσποιείται την απορροφημένη απ’ το ανοιχτό βιβλίο. Ο τύπος του Ήρωνα. Δείχνει ξεκάθαρα πως δυσκολεύεται . Ο καθηγητής όμως παραμένει σκυμμένος στο πλευρό των άλλων παιδιών με γυρισμένη σ’ αυτήν την πλάτη . Αφημένη να πλήττει δίπλα απ’ το παράθυρο και τη συννεφιά της μονοτονίας .

Περνάνε όλα ξανά απ’ το μυαλό της Κατερίνας . Τρένο οι αναμνήσεις .Τα πρώτα γεγονότα θα τα γεννήσει η φαντασία βασισμένη σε διηγήσεις .Οι βίαιες κι άτσαλες κινήσεις της μαμής στο χωριό της πριν 19 χρόνια . Έφτασε δύο χρονών, δεν είχε περπατήσει κι οι γονείς της δεν ανησυχούσαν. Την άφηναν όλη μέρα στο πάτωμα, κυλιόταν, έκλαιγε, τους «βόλευε» κιόλας αυτή της η αδυναμία .

Σαρώνει με το βλέμμα το χώρο της τάξης .Τέσσερα καρότσια , με το δικό της πέντε.
Κι ο καθηγητής να μην την πλησιάζει .

Ευτυχώς που κρύωσε για τα καλά τότε .Βήχας δαιμονισμένος να την πνίξει κι ο πυρετός να μη λέει να πέσει απ’ το 39.Την πήγαν στο Αίγιο, ο γιατρός που την είδε πετάχτηκε ως το ταβάνι. Ούρλιαζε:
- Δεν το βλέπατε το παιδί ; Τόσο καιρό … τα ποδαράκια του …
Τους έδιωξε για την Αθήνα. Μόνο εκεί θα συναντούσαν τους κατάλληλους γιατρούς. Αυτοί θα τους έλεγαν.
Μετά στο ίδρυμα. Οι γονείς την ξέχασαν. Είχαν στο μεταξύ άλλα δύο παιδιά, ήταν και μακριά ( χωριό-Αθήνα ) πώς να πηγαινοέρχονται; Μόνο τις γιορτές.
Η Κατερίνα είχε γίνει πέντε χρονών, ήταν Πάσχα κι η μάνα της υπέγραφε να την πάρει για λίγες μέρες. Όταν όμως επέστρεψαν , ο φύλακας τους έδιωξε .
- Κυρά μου, ξέρεις τι χαρτί μου δείχνεις; Εδώ λέει πως δέχεσαι από δω και πέρα να ’χεις το παιδί στο σπίτι σου.
Έτσι χάθηκε η ευκαιρία να πάει η Κατερίνα σχολείο, επειδή έξω απ’ το ίδρυμα, το ’νιωθε κι η ίδια, όλα ήταν αλλιώς κι εκείνη βάρος για όλους. Πέντε χρόνια βολόδερνε στο πατρικό της και κανείς –ούτε τ’ αδέρφια της – δεν την έκανε παρέα.

Το κεφάλι της πονάει .Νιώθει τη μικρή αίθουσα να φλέγεται . Θέλει να ζητήσει άδεια ν’ αποσυρθεί στο δωμάτιό της . Θα εκληφθεί ως δειλία .

Ευτυχώς εμφάνισε πρόβλημα με τα δόντια της . Ευλογία γι’ αυτό το κορίτσι τα προβλήματα υγείας. Τα προσωρινά. Απολάμβανε κάτι διαφορετικό μακριά απ’ τους ίδιους τοίχους. Τον τροχό να τρίβει τα χαλασμένα τμήματα αδαμαντίνης στους τομείς και τους γομφίους. Πράγματα -που γι’ άλλους θα φάνταζαν εφιάλτης- γι’ αυτήν ισοδυναμούσαν με σωτηρία, μόνο και μόνο επειδή έσπαζαν μια αφόρητη καθημερινότητα. Η οδοντογιατρός έσκυψε φιλικά πάνω της να βγάλει νόημα απ’ τα γρυλίσματα. Την έμαθε να μη νιώθει άσχημα –ούτε άβολα – που δεν περπατούσε σαν τους άλλους. Αυτή το κυνήγησε και με δικές της ενέργειες τελικά η Κατερίνα βρέθηκε πάλι σε ίδρυμα και ξεκίνησε το σχολείο.
Το κράτος της έκοψε επίδομα. Εκατό χιλιάδες το μήνα. Τα κανόνισε ο πατέρας της κι έρχονταν τα λεφτά σπίτι του στο χωριό.
-Μη σε νοιάζει, θα στα στέλνω εγώ.
Και της τα ’στελνε. Πότε 15 πότε 20 χιλιάδες στους δυο μήνες. Σε μια απ’ τις επισκέψεις στο χωριό η Κατερίνα ρώτησε για τα χρήματα.
-Αυτό το μήνα ο ταχυδρόμος δεν τα έφερε. Μάλλον θα τα έκλεψαν, απάντησε ο πατέρας, έχοντας από πριν φροντίσει να καταχωνιάσει τα πειστήρια.
-Κι η σύνταξη της μάνας;
-Ούτε αυτή ήρθε .
Χαράματα είχαν φύγει οι γονείς για το χωράφι. Η Κατερίνα με αργά βήματα, αφού έβαλε στη φωτιά το φαγητό, έπιασε να συγυρίζει. Ανοίγοντας κάποιο συρτάρι, κάνει μια και βγάζει τη σύνταξη που «είχε χαθεί». Δεν τους είπε τίποτα.

Ο καθηγητής την κοιτάζει . Τώρα θα της χαμογελάσει κι εκείνη θα ξεχάσει την άρνησή του για βοήθεια .Του είχε ζητήσει να την αναλάβει στα Μαθηματικά .Έστω αν δεν μπορούσε ο ίδιος, ας της έβρισκε κάποιο συνάδελφό του να της παραδώσει ιδιαίτερα μαθήματα, προκειμένου να δώσει Πανελλαδικές. Μάταια. Στρέφει πάλι το βλέμμα προς τ’ άλλα παιδιά και τους αναλύει τι πρέπει να προσέχουν και πώς πρέπει να δουλεύουν. Δεν απευθύνεται σ’ εκείνη. Άλλωστε οι συμμαθητές της δε μένουν στο ίδρυμα, ζουν με τις οικογένειές τους. Εκείνη – στα μάτια του – είναι μόνη.

Μόνο στη δασκάλα της μίλησε για τα λεφτά. Κι αυτή πέτυχε να έρχονται κατευθείαν στην Κατερίνα. Από τότε έχει να δει τους γονείς της. Δεν την πειράζει όμως πολύ. Έχει ζήσει και χειρότερα. Τα λέει όμως στην οδοντίατρο και τη δασκάλα. Δεν είναι δυστυχισμένη, γιατί τουλάχιστον έχει αυτές. Υπάρχουν πολλοί που μπορούν να καυχηθούν πως έχουν δύο ανθρώπους να τους νοιάζονται;

Περιμένει να φύγουν όλοι .Τελευταία φορά . Θα πλησιάσει τον κύριο Δημήτρη έτοιμη για την ίδια ερώτηση . Σε λίγο μπαίνει η άνοιξη , οι εξετάσεις πλησιάζουν, …δεν τον προλαβαίνει.
Θυμάται τον πονοκέφαλο . Αποφεύγει το συνωστισμό στο μεγάλο σαλόνι . Πιάνει μια νοσοκόμα στο διάδρομο .
-Σε παρακαλώ …
Εμφανίζει μια μικρή δυσκολία στις λεπτές εξειδικευμένες κινήσεις των δαχτύλων, επομένως και στο γράψιμο.
-Βοήθησέ με για μια αγγελία στην εφημερίδα
Υπαγορεύει στην ευγενική γραφέα :

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ « ΕΙΔΙΚΟ » ΠΑΙΔΙ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Ένα γλυκό χαμόγελο χρωματίζει το κοριτσίστικο μουτράκι, που συνεχίζει:
« ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΔΕ ΔΑΓΚΩΝΕΙ »


( Η Κατερίνα γράφει ποιήματα)