Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Μολυβιές



Ψάχνω μολυβιές στον ουρανό
Χάνω ένα ένα τα συναισθήματα
Κρύβω στην ανάσα λέξεις.


Κάποια μέρα θα είμαι πάλι δυνατός
... και τότε όλα θα γίνουν καλύτερα...

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Ασπρόμαυρο



Από το ασπρόμαυρο των παιδικών σου χρόνων 
δεν πρόκειται να ξεφύγεις ...


θα λαχανιάζει η σκέψη σου σε στιγμές 
που μπορούσαν όλα να ήταν αλλιώς ...

θα κολλάει το βλέμμα σου
στους φθαρμένους τοίχους ...

σε όποια γωνία και αν κάτσεις
δε θα φτάσεις τις φωνές,
κανένα χρώμα δε θα είναι ίδιο ...

γιατί οι γεύσεις και τα αρώματα
έχουν χαθεί για πάντα ...


(Η φωτογραφία: Elliot Erwitt, Paris 1970)

Λόγια / γέφυρες ανάμεσά μας



Λόγια / γέφυρες ανάμεσά μας / γκρεμίζονται.
Εικόνες / στα μάτια μπροστά / ξένες.
Τραγούδια / μελαγχολικά / όσο το φως δε λέει να φύγει.
Ταινίες / συναισθήματα παλαιάς κοπής.
Βιβλία / σε διαβάζουν χαιρέκακα.
Εικόνες / δε σε αφορούν.
Λόγια / δε σε ρωτούν / επιστρέφουν.

Ο πίνακας: George Grosz, La Ville (1916-17)

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Η καρέκλα



Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Χρόνια και ζαμάνια από την προηγούμενη φορά που σου έγραψα.
Σήμερα η μέρα ήταν υπέροχη, όσον αφορά στον καιρό και μόνο.
Βρέθηκα στο νοσοκομείο "Σωτηρία", μπλεγμένος σε αυτό που συχνά λέμε έτσι απλά
«γραφειοκρατία», τραβιόμουν από κτίριο σε κτίριο
για χαρτιά, σφραγίδες, θεραπείες κι εξετάσεις σε διαφορετικές πτέρυγες
του ίδιου όμως ασθενή, ο οποίος δεν μπορούσε να περπατήσει.
Στο ακτινολογικό ζήτησα μία αναπηρική καρέκλα.
Νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς και γιατροί με κοιτούσαν τρομαγμένοι. Υπέθεσα με αυτό που έβλεπαν ή άκουγαν.
Νόμιζα πως είχα βγει αχτένιστος, αξύριστος, χάλια όπως ξύπνησα.
Δε μου απαντούσε κανείς για την καρέκλα.
Ένας περαστικός, μάλλον συγγενής ασθενούς κι αυτός,
με συμβούλευσε ψιθυριστά:
«Φώναξέ τους. Δεν ακούν διαφορετικά.»
Ξέχασα να σου πω πως είχα έρθει ενώπιος ενωπίω (που λένε)
με τους δημόσιους υπαλλήλους (ακούς ειδήσεις στα κανάλια και καταλαβαίνεις) ήμουν προκατειλημμένος.
Ένας γιατρός με κοίταξε στα μάτια: «Δεν υπάρχει καρέκλα».
Δεν υπήρχε ψέμα στο βλέμμα του.
«Αν βρεις καρέκλα, θα έρθω εγώ να σε βοηθήσω να τον φέρουμε μαζί. Είχαμε μία μόνο και προχτές μας την έκλεψαν»
Όχι, τίποτα το σημαντικό. Στο γράφω έτσι, για να γνωρίσεις κάποιους δημόσιους υπαλλήλους όπως δε θα τους παρουσιάσουν ποτέ τα κανάλια. Πήγαμε μαζί σε μια άλλη πτέρυγα. Παρακάλεσε κι ο ίδιος. Ξέρω, θα πεις πως με έπιασαν πάλι τα ποιητικά μου. Δε θα με πιστέψεις. Πίστεψε τα κανάλια σου. Δε με νοιάζει. Εμείς πάντως βρήκαμε καρέκλα. Μαζί.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Μεγάλωσες



Καταλαβαίνεις πως μεγάλωσες
όποτε ο γιος σου ανεβάζει την ένταση στη μουσική
περισσότερο απ’ όσο αντέχεις,
κάθε φορά που η κόρη σου αργεί
να επιστρέψει βράδυ,
όταν φυσάς προς τα πάνω
και δε μετακινείται καμία φράντζα,
αφού δεν είσαι εσύ ο αυθόρμητος
κι ούτε που χρειάζεσαι πλέον ψέματα
για να βγεις, να μη διαβάσεις.
Ξέχασες το άγχος των εξετάσεων,
δεν καπνίζεις…
Το καταλαβαίνεις πιο πολύ ως συναίσθημα.
Φόβος όποτε ακουστούν φρένα να στριγγλίζουν,
θλίψη κάθε φορά που πέφτεις σε μισόλογα και ψίθυρους,
αγωνία όταν πετάγεσαι από τον ύπνο
και ρωτάς αν τα παιδιά γύρισαν.

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Από πού έρχονται τα όνειρα



Ο χρόνος μου είναι
60 δευτερόλεπτα στο λεπτό
και η αγωνία να αιωρηθώ
όσο μπορώ περισσότερο
πάνω από το γαλάζιο κενό.
Ο ίλιγγος σφίγγει το στομάχι
και μ’ απειλεί
πως δε θα τα καταφέρω.
Ο χώρος μου είναι
100 εκατοστά στο μέτρο
κι ένα διάφανο ρολόι
σε δωμάτιο φτιαγμένο από γυαλί.
Απλώνω το πόδι,
ταλαντεύομαι να φτάσω το σκαλί.
Για κάποιο λόγο πέφτω
ενόσω γυρνούν οι σελίδες του Ιούλιου Βερν
και τρίζουν τα παλιά ρολόγια.
Στο τέλος η απορία μένει
αν όλα συμβαίνουν πραγματικά
και από πού έρχονται τα όνειρα.