Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Καλύτερα...



"Καλύτερα να πεθάνω από πάθος παρά από βαρεμάρα".

Vincent van Gogh

Φάρσες (Από τις διηγήσεις του πατέρα μου)


Ο μπαρμπα-Χαράλαμπος ο Ματσούκης, ο αδερφός της μάνας μου, ήταν ο μέγας πλακατζής κι όλοι στο χωριό τον υπολόγιζαν στις φάρσες τους. Είχε χτυπηθεί σε μια ενέδρα και είχε χάσει το αριστερό μάτι. Ως ανάπηρος πολέμου που ήταν, του είχαν δώσει περίπτερο, στο καφενείο απέναντι.
Φτάνει μια φορά ένας έμπορος και ρωτάει:
«Έχει εδώ πουθενά να ξυριστώ;»
Τον κοιτάζουν οι χωριανοί περίεργα.
«Ολόκληρο κεφαλοχώρι και δεν έχετε μπαρμπέρη;» τους ρωτάει με ύφος ανθρώπου που πρέπει σώνει και καλά να συνεννοηθεί με εξωγήινους.
«Στον περιπτερά να πας. Αυτός μας ξυρίζει όλους», πετάγεται ένας έξυπνος, δήθεν για να τον σώσει.
Μόλις ακούει ο μπαρμπα-Χαράλαμπος τι του ζητάει ο ξένος, αμέσως μπαίνει στο νόημα. Τον γεμίζει σαπουνάδες και μετά προφασίζεται πως το φως δεν τον βοηθάει καθόλου.
«Πάμε στο καφενείο, για να γίνει σωστά η δουλειά», του λέει και μπαίνουν στο καφενείο απέναντι που είναι μαζεμένοι όλοι, έτοιμοι να σκάσουν στα γέλια. Μπροστά ο έμπορος μες στις σαπουνάδες και τις πετσέτες κι από πίσω ο μπάρμπας μου με ένα ξυράφι μεγάλο σαν μικρό σπαθί που δεν έλεγε να βγει όμως από τη θήκη του τόσο σκουριασμένο που ήταν. Κλείνει το μοναδικό του μάτι κι αμέσως πονηρεύονται οι άλλοι, μπαίνουν στο κόλπο και μαζεύονται γύρω τους.
Με την πρώτη που του χάραξε το δέρμα, ίσα – ίσα που τράβηξε τις σαπουνάδες. Καταλαβαίνει ο έμπορος πως το ξυράφι δεν κόβει ούτε βούτυρο, πιάνει και τα χάχανα των άλλων πίσω και μαζεύεται.
«Άσε, δεν πειράζει», λέει στον μπάρμπα μου και φεύγει.
Παίρνει την κατηφόρα τρέχοντας. Έξω από την εκκλησία χώνεται κάτω από τη βρύση. Αυτή στην αρχή δεν κατεβάζει νερό, μέχρι να μαζέψει πίεση, αλλά μετά το πετάει με ορμή και τον κάνει χάλια.
Τον είδαν να τα μαζεύει και να εξαφανίζεται. Κάποιος τον άκουσε να μονολογεί βρισιές για το χωριό και τους ανθρώπους του.
«Ακόμη και οι βρύσες σε αυτό το χωριό σε δουλεύουν».


Μια άλλη φορά αφορμή για τη φάρσα ήταν η κακοκεφιά του χωροφύλακα. Γινόταν πανηγύρι στο Αμπελοχώρι και χρειάζονταν αστυνομική προστασία. Έστειλαν λοιπόν στο χωριό μας, την Παναγία, κάποιον με δυο μουλάρια να συνοδέψει τον χωροφύλακα μέχρι εκεί.
«Χαράλαμπε, εσύ τα καταφέρνεις, σκέψου κάτι να γλιτώσω την αγγαρεία. Πού να τρέχω τώρα», λέει ο χωροφύλακας στον θείο μου κι αυτός πήγε και παραφύλαξε εκεί που περίμενε ο συνοδός. Μόλις τον είδε να απομακρύνεται από το μέρος που είχε δέσει τα ζώα, γρήγορα – γρήγορα τα λύνει και τα δένει πιο κάτω, πίσω από τη μεγάλη βρύση. Πηγαίνει μετά και περιμένει.
Τα έχασε ο συνοδός, δεν είδε τα μουλάρια του και κόντεψε να τρελαθεί.
«Τι τρέχει, πατριώτη; Έπαθες τίποτα», του κάνει ο μπαρμπα-Χαράλαμπος.
«Τίποτα... τίποτα... να εδώ... είχα δέσει δυο μουλάρια και τώρα χάθηκαν... μήπως τα είδες;»
«Γι' αυτό κάθεσαι και μου σκας, πατριώτη; Να, πάρε αυτή την ανηφόρα που βλέπεις μπροστά σου. Μόνο τρέξε μην πάρουν άλλο δρόμο».
Ξεφύσηξε ο συνοδός ανακουφισμένος που κάποιος είχε δει κατά πού πήγαν τα μουλάρια του και βάλθηκε να τρέχει να τα προλάβει.
«Στάσου», του ξαναλέει ο μπάρμπας μου. Τον έκανε ό,τι ήθελε πια. Τον έφερε πίσω και αργά και βασανιστικά άρχισε να του ξεφουρνίζει άλλο παραμύθι.
«Μάλλον λάθεψα, πατριώτη. Συγχώρα με, αλλά με ζάλισε ο ήλιος. Είδα δυο μουλάρια αλλά ώρα πριν. Πότε τ' άφησες εσύ;»
«Ούτε δέκα λέπτα».
«Περίμενε τότε. Είδα εγώ δυο μουλάρια, αλλά για κάτσε να θυμηθώ... ήταν πριν καμιά ώρα... ναι... ναι... και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, τα μουλάρια που είδα ήταν από τα δικά μας. Τα έχω ξαναδεί στο χωριό. Εσύ όμως δε δείχνεις να είσαι από δω».
«Από το Αμπελοχώρι ήρθα, για να πάρω μαζί μου τον χωροφύλακα», του απάντησε άκεφα.
Πώς κατάφερνε και ζύγιζε στο ένα χείλι το αστείο και στ' άλλο το σοβαρό χωρίς να σκάει ούτε χαμόγελο;
«Το βρήκα! Τα μουλάρια τραβάνε για τ' Αμπελοχώρι, αφού αυτόν τον δρόμο ξέρουν».
Στον δρόμο συνάντησε ίσαμε πενήντα άτομα που δούλευαν στα χωράφια κι όλους τους ρώτησε αν είδαν τα μουλάρια του.
«Όχι, άνθρωπέ μου, ούτε που είδαμε ούτε που ακούσαμε τα μουλάρια σου».
Είχε σχεδόν φτάσει περπατώντας λίγο έξω από το Αμπελοχώρι, όταν τον πλησιάζει ένας πιτσιρίκος.
«Θα σε πάω εγώ», του λέει λαχανιασμένος, αφού είδε κι έπαθε να τρέχει ξοπίσω του να τον προφτάσει δασκαλεμένος από τον μπαρμπα-Χαράλαμπο.
Παίρνει ο κακόμοιρος ο Αμπελοχωρίτης πάλι τον δρόμο για πίσω, ξαναγυρνάει στην Παναγία, βρίσκει τα ζώα του εκεί που τα είχε κρύψει ο μπαρμπα-Χαράλαμπος και επιτέλους πηγαίνει στον χωροφύλακα.
«Είσαι έτοιμος να φύγουμε;»
«Τώρα; Άργησες. Πήγαινε μόνος σου. Δεν το προφταίνουμε το πανηγύρι». 


(Συνεχίζεται...)

Γιώργος Γιώτης, Από τις διηγήσεις του πατέρα μου, 11/8/2018