Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Ιστορίες της Σύρου


Αφορμή ήταν ένα στρώμα θαλάσσης που ο αέρας το τραβούσε μέσα, το κυνηγούσαν παιδιά, αυτό έδειχνε πως αράζει στα βράχια κι όταν το πλησίαζαν πάλι ξεμάκραινε, σαν να τους κορόιδευε. Ένας κύριος γύρω στα 60, κολυμπούσε δίπλα μας και χαμογελούσε. Περίμενα να πει "αν ήμουν πιο νέος, εγώ θα το προλάβαινα". Όπως μας διηγήθηκε, ήταν γεννημένος το 1950 κι όσα καλοκαίρια θυμόταν τον εαυτό του, σε αυτή την παραλία στρώματα έφευγαν στα ξαφνικά και με τον αέρα έφταναν Σίφνο. Κάποια στιγμή αγόρασε βαρκάκι και πηγαινοερχόταν απέναντι, γνωρίστηκε με ψαράδες και του έλεγαν γελώντας πως όταν πιάνει καιρός, όλη η Σίφνος περιμένει να έρθουν με τον αέρα στρώματα από τη Σύρο. "Με έπαιρναν και τηλέφωνο μερικές φορές και μου έλεγαν πως παρέλαβαν την καινούρια παραγγελία και κάναμε πλακα." Περίμενα την ευκαιρία να τελειώσει για να ρωτήσω, αλλά με πρόλαβε η Χαρά. "Αυτός ο πύργος τι είναι;" "Τον είχε ένας εφοπλιστής ο Κοσμάς και αργότερα το πήρε το Νεώριο και ρήμαξε. Ο Γουλανδρής δεν το χρησιμοποίησε πολύ. Δεν ερχόταν. Τώρα μείναν μόνο δύο ανίψια του, δεν είχε παιδιά, ρήμαξε κι η οικογένεια, αλλά όταν το είχε ο Κοσμάς, ήταν πανέμορφο, κάθε δεκαπενταύγουστο καλούσε όλα τα παιδιά της περιοχής στη γιορτή της κόρης του, για δεκαετία 60 σου μιλάω και εκείνο το διώροφο έξω ήταν τότε καφενεδάκι που έπινε τα ουζάκια του ο Κοσμάς και κερνούσε τους πάντες. Ήταν κι αυτό δικό του. Στο τέλος το χάρισε. Κι αυτός ο δρόμος δεν υπήρχε. Ένα μονοπάτι μόνο τότε."
Πήρε μια βαθιά ανάσα, μας ευχήθηκε καλή διαμονή στο νησί και άρχισε να κολυμπά κόντρα στον αέρα. Ακούσαμε μόνο να λέει "Άργησα σήμερα". Σα να μιλούσε μόνος.

Όχι, δεν υπήρξε άλλη αφορμή. Η Χαρά να λέει πως όποτε μπαίνει στη θάλασσα σηκώνεται αέρας εγώ να απαντώ πως στα ανοικτά ο Τζωρτζ Κλούνεϊ προσπαθεί να ανεβάσει το ψαροκάικό του σε ένα τεράστιο κύμα και στην παραλία ένας κυριούλης πενήντα plus είχε ανέβει σε έναν βράχο και μπέρδευε τους πάντες με τις προθέσεις του: ψάχνει κάτι, θέλει να βουτήξει θεαματικά ή θα γκρεμοτσακιστεί χωρίς να το θέλει. 
Άκουσα μια φωνή πολύ κοντά μου, γύρισα, "εσείς είστε που συζητούσαμε προχτές για τα στρώματα θαλάσσης και τον πύργο του Κοσμά;" με ρώτησε και το χαμόγελο κρατούσε το στόμα του στην ίδια θέση και στα φωνήεντα και στα σύμφωνα. "Τι κάνετε;" απάντησα με ερώτηση και μισή ενοχή που είχα ανεβάσει όσα μου είπε στο facebook. "Περνάτε όμορφα στο νησί μας;" μας ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση συνεχισε πως το λέει πολύ όμορφα ένας στίχος.
"Βαμβακάρης;" ήθελα να τον προλάβω κι ευτυχώς μια ο αέρας και δύο οι σκέψεις του ούτε που μου έδωσε σημασία: 
"Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. 
το σπίτι φτωχικὸ στις αμμουδιὲς του Ομήρου..." Όσο τα φωνήεντα και τα σύμφωνα χόρευαν πάνω στο χαμόγελό του, είπα δυνατά "Ελύτης" κι αυτή τη φορά με άκουσε. "Δεκαετία 60 έρχονταν στην περιοχή τουρίστες και με σφυριά έσπαγαν κι έπαιρναν πέτρες από το βουνό εκεί πίσω. Εμείς τότε δεν ξέραμε. Αργότερα μάθαμε πως εκεί ήταν ο αρχαιότερος οικισμός του νησιού, τα Χοντρά της Βάρης, ίσως πιο παλιός κι από του Φοίνικα. Ένας Γάλλος αρχαιολόγος Ααρών μας άνοιξε τα μάτια και καταλάβαμε πως το βουνό ήταν γεμάτο οψιδιανό, ένα πέτρωμα που μοιάζει με γυαλί κι έφτιαχναν εργαλεία και όπλα την εποχή της πέτρας, αν έχετε ακουστά. Υπάρχει πολύ τέτοιο πέτρωμα στη Νίσυρο και στη Μήλο, αλλά στη Σύρο ποιος το ήξερε;" Κοίταξε στην παραλία, το χαμόγελο έσβησε, είχε αργήσει. "Θα πάω περπατώντας για πιο γρήγορα" είπε και μας χαιρέτισε ευγενικά αφήνοντας πίσω χαμογελαστά φωνήεντα και σύμφωνα. Αν διάβαζε τη σκέψη μου, θα γυρνούσε να μου απαντήσει, γιατί κι αυτή η ιστορία του ήταν από τη δεκαετία του 60. Ο αέρας είχε πέσει κι ο κυριούλης πενήντα plus που τον είχα αφήσει ανεβασμένο στον βράχο είχε βρει μια σκιά, έπαιζε τάβλι κι έπινε μπύρα. Έψαξα το κινητό να γράψω την ιστορία, αλλά είχε μείνει από μπαταρία. Έβγαλα το βιβλίο του Ράνκιν και έπεσα πάνω στη φράση: "Όλοι έχουν δικαίωμα να ζήσουν την παιδική τους ηλικία". Έκλεισα το βιβλίο και κοίταξα τα σπίτια που κρέμονταν ψηλά αλλά και γεμάτα περιέργεια για όσα συνέβαιναν χαμηλά. Μια σκιά σε ένα μπαλκόνι κοιτούσε προς το βουνό που κάποτε ήταν γεμάτο οψιδιανό. Όλοι έχουν δικαίωμα να ζήσουν την παιδική τους ηλικία. Και να την ξαναζήσουν. Κοίταξα καλύτερα μήπως δω φωνήεντα και σύμφωνα να χορεύουν κοντά στη σκιά...".

Ήταν 8.30 και όλοι όσοι είχαν φτάσει στο χωριό Σαν Μιχάλη είχαν πιάσει ήδη τραπέζι στις δύο ταβέρνες ή είχαν απλωθεί στο δρομάκι που κρεμόταν πάνω από την παραλία και με έτοιμες τις φωτογραφικές περίμεναν. Μια καταχνιά όμως έκρυψε το σημείο που θα βουτούσε η τεράστια μπάλα χρώματος πορτοκαλί και στον αέρα σηκώθηκε ένα ααα, όχι δεν έπαιζε το κασετόφωνο τη Μαντουβάλα, ήταν που χάλασε χωρίς πώς και γιατί ένα ακόμη ηλιοβασίλεμα.
Καθόταν στο διπλανό μας τραπέζι, φορούσε γυαλιά μυωπίας με μαύρο σκελετό, άσπρα σγουρά πυκνά μαλλιά και μόνο όταν μας μίλησε, καταλάβαμε ποιος ήταν.
"Πρώτη φορά που συναντιόμαστε εκτός θαλάσσης" είπε με χαμόγελο για μια ακόμη φορά κολλημένο στα φωνήεντα και στα σύμφωνα. Η Χαρά ανταπέδωσε ευγενικά τον χαιρετισμό και προσπαθούσε να διακρίνει τον τελευταίο ήλιο ανάμεσα στη θολή υγρασία μιας ημέρας που έτσι κι αλλιώς θα έφευγε. 
"Το όνομά σας;" 
"Τάσος, νόμιζα πως είχαμε συστηθεί" μου απάντησε χωρίς να ρωτήσει το δικό μου. 
Πρόλαβε πριν έρθει ο σερβιτόρος να μας πει τη μισή ιστορία του προηγούμενου ιδιοκτήτη της ταβέρνας. "Εργάτης στο Νεώριο ήταν κι έφερνε εδώ πάνω φίλους να πίνουν τα ουζάκια τους, έπιανε ο πατέρας του την γκάιντα και γινόταν πανηγύρι σωστό. Μια δυο φορές μαθεύτηκε σε όλο το νησί και αν ήθελες να έρθεις κι εσύ σε αυτά τα γλέντια, έπρεπε να περιμένεις χειμώνα καλοκαίρι και μια και δυο ώρες να αδειάσει τραπεζι". Ο κυρ Τάσος σταμάτησε απότομα, μόλις είδε τον σερβιτόρο. Του είπε ένα "πες μπράβο στο αφεντικό που κρατάει την ποιότητα του μαγαζιού όπως παλιά" και ξαναγύρισε στο τραπέζι του. Όταν επέστρεψε, μας ρώτησε αν παραγγείλαμε Σαν Μιχάλη. "Είναι γραβιέρα από αγελαδινό γάλα και την έφτιαχναν πολύ παλιά σε αυτό το χωριό. Τώρα θα σε γελάσω από πού βγήκε το όνομα. Η εκκλησία του χωριού Αρχάγγελος Μιχαήλ, το απέναντι βουνό Σαν Μιχάλης, το χωριό κι αυτό Σαν Μιχάλη. Αλλά το τυρί πια δε βγαίνει εδώ. Το πήρε αποκλειστικότητα ένα τυροκομείο στον Γαλησσά, ο Ζωζεφίνος." Ο σερβιτόρος άφησε μια σουσαμάτη σαλάτα και μια μελιτζάνα στο πήλινο. Του είπα να προσθέσει ένα Σαν Μιχάλη κι ο κυρ Τάσος ρώτησε για επιβεβαίωση αν ήταν του Ζωζεφίνου. Όταν ελευθερώθηκε το πεδίο, του έβαλα λίγο ροζέ ντόπιο στο ποτήρι του και τσουγκρίσαμε. "Η παραλία που κοιτάτε" είπε στη Χαρά "είναι τα Γράμματα. Από τα αρχαία χρόνια εδώ έπιαναν λιμάνι τα καράβια για να γλιτώσουν τους αέρηδες, Κυκλάδες βλέπετε, οπότε όσο καιρό έμεναν οι ναυτικοί καθηλωμένοι στην ακτή, σκάλιζαν στα βράχια προσευχές στους θεούς τους μια που τους έσωσαν και δύο να τους βοηθήσουν να φύγουν πάλι. Από αυτά τα γράμματα στα βράχια βγήκε και το όνομα της παραλίας." Έκανε μια παύση, έδειξε κάτι σκοτεινά θολά βράχια πίσω από τα Γράμματα και είπε μόνο "Τα Γιούρα". Έπινε λίγες γουλιές κρασί ίσα να μας κάνει παρέα και δεν έτρωγε. "Με περιμένει παρέα στο τραπέζι μου" έλεγε σαν πρώτη δικαιολογία κι όταν τον πιέζαμε επαναλάμβανε πως τρώει μόνο τα δικά του προϊόντα, κρέας και τυρί από τις δικές του κατσίκες και λαχανικά από τον κήπο του. "Αυτό το βουνό πίσω από το χωριό λέγεται Σύριγγας και κατεβάζει νερό από την Άνδρο. Ναι, μέσα από υπόγεια περάσματα φτάνει εδώ η Σάριζα. Και πώς το ανακάλυψαν; Βρέθηκαν στο νερό του Σύριγγα στοιχεία από φυλλώματα πλατάνου, αλλά σε όλη τη Σύρο δε θα βρεις πλατάνι ούτε για δείγμα. Έριξαν λοιπόν χρωματιστό νερό απέναντι στη Σάριζα και μαντέψτε πού βρέθηκε" Στο μεταξύ γέμισε το τραπέζι και με τα υπόλοιπα. Σηκώθηκε ο κυρ Τάσος να φύγει. "Να σας αφήσω να φάτε με την ησυχία σας, σας ζάλισα κιολας". Δεν ήξερα πώς να τον κρατήσω ακόμα. "Ο παλιός ιδιοκτήτης;" ρώτησα περίεργος για το υπόλοιπο μισό της ιστορίας. Κοίταξε γύρω ένοχα και χαμήλωσε τη φωνή του "Ερωτεύτηκε και τίναξε το σπίτι του στον αέρα, έδωσε το μαγαζί και αφού δεν υπήρχε δουλειά στο Νεώριο, βγήκε στα καράβια, δεν ξαναπάτησε στο νησί ούτε τη γυναίκα του την έχουμε δει. Μόνο ο πατέρας του έρχεται και μαζεύει μέλι εδώ πιο πάνω". Σηκώθηκε αργά και στα δύο βήματα ξαναγύρισε προς το μέρος μας. "Δεν ξέρω αν ξαναέπαιξε γκάιντα". 
Χάθηκε στα τραπέζια στο βάθος. Όταν έφευγα, τον αναζήτησα αλλά τίποτα. Κατεβήκαμε αργά τον στενό δρόμο της Απάνω Μεριάς έχοντας στα αριστερά τον γκρεμό, τη θάλασσα και τα φώτα της Τήνου και της Μυκόνου. Σταματήσαμε στην Ανάσταση απέναντι από την Άνω Σύρα. Είχε στηθεί ένα γλέντι από ένα Σύλλογο Φίλων Στέλιου Καζαντζίδη. 
Όση ώρα μείναμε ακούγαμε νησιώτικα κι όταν κάποια στιγμή είπαμε να φύγουμε, σηκώθηκε στον αέρα ένα ααα, όχι δε χάλασε χωρίς πώς και γιατί ένα ακόμα ηλιοβασίλεμα. Ήταν όλοι όρθιοι και τραγουδούσαν τη Μαντουβάλα...


Προσπαθούσα να δω πιο ψύχραιμα αυτό που κρυβόταν πίσω από τους δείκτες του ρολογιού. Ένα καράβι έπαιρνε τη στροφή και οι επιβάτες από Σάμο, Ικαρία και Μύκονο είχαν βγει να θαυμάσουν την πλούσια πλευρά της Ερμούπολης και ψηλά στο βάθος τον Άγιο Νικόλα με τις αρχαίες κολόνες και τον μπλε τρούλο. Από στιγμή σε στιγμή θα σφύριζε το καράβι, κόσμος κι αυτοκίνητα θα κατέβαιναν, κόσμος κι αυτοκίνητα θα ανέβαιναν κι εγώ...
Ξανακοίταξα μέσα στο μαγαζί, η κόρη μου δοκίμαζε καπέλα, φουλάρια και όποτε το θυμόταν γύριζε να με δει και πίστευε πως με ένα χαμόγελο μπορεί να με καθησυχάσει. 
Ήθελα να δείχνω ήρεμος, έκανα μεταβολή και βρέθηκα με τη μούρη κολλημένη σε έναν πάγκο με παγωτά ζαχαρώνοντας τρεις γεύσεις, μπισκότο, σοκολάτα και κρέμα. Ο υπάλληλος δε με πίεζε να αποφασίσω, η ώρα περνούσε, το καράβι δε σφύριζε, η κόρη μου φορούσε κι άλλο φουλάρι κι εγώ με ευγενικό χαμόγελο μάζευα τα μαλλιά πίσω να κρύψω αμηχανία κι αγωνία μαζί και ζητούσα ένα φρέντο εσπρέσσο σκέτο. 
Οι τοίχοι του μαγαζιού ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες πρόχειρα κολλημένες και όλες με ηρωίδες και ήρωες από τηλεοπτικές σειρές, ριάλιτι, ταινίες σε έναν αχταρμά καθόλου ελκυστικό...
Σχεδόν ταυτόχρονα, ο υπάλληλος μου έδινε τον καφέ με τα ρέστα και στο μαγαζί εμφανιζόταν δίπλα μου, όπως μόνο στις παλιές ταινίες γίνεται, ποιος άλλος;
- Ο κυρ Τάσος, φώναξα λες και ήμουν μόνος σε όλο το νησί και ο υπάλληλος με ένα χαμόγελο και λίγο ανασηκωμένο το φρύδι έδειχνε ξεκάθαρα την απορία του πώς και γνωριζόμασταν.
Με συνόδευσε ως το αυτοκίνητο και περιμέναμε μαζί πρώτα να φτάσουν η Χαρά και η κόρη μου κρυμμένες μέσα σε καινούρια καπέλα και φουλάρια και μετά το καράβι. Πρόλαβε και μου είπε την ιστορία του Κοκκινόσπιτου στο Επισκοπείο. Δε μιλούσα, μόνο τον άκουγα. "Έχεις διαβάσει τη Μεγάλη Χίμαιρα; Από το νησί πήρε την ιστορία ο Καραγάτσης. 
Και σήμερα ακόμα λένε πως ακούγονται οι λυγμοί της Ρεΐζη, οι φωνές της Μαρίνας και τα γέλια της κόρης της". 
Το καράβι σφύριζε, οι άγκυρες γρύλιζαν και κάπου ανάμεσα πετούσε ή αγωνία μου μήπως γίνει κάτι και δε φύγω στην ώρα μου. Ο κυρ Τάσος απάντησε στις ευχαριστίες μου με την πρόβλεψη και υπόσχεση μαζί πως στην επόμενη μου επίσκεψη στη Σύρο θα περάσω καλύτερα. "Μετά τις 18 Ιούλη εδώ βγαίνουν τα σύκα κι αν αποφασίσεις να μας έρθεις χειμώνα, θα πάμε στο υπόγειο του Λιλή να δούμε τον πίνακα του Τζινιόλι για τη Φραγκοσυριανή"
Ακολούθησα τις οδηγίες των παρκαδόρων και άφησα το αυτοκίνητο στο κάτω γκαράζ πολύ κοντά στην έξοδο. Βρήκα εύκολα θέση στο σαλόνι, γιατί όλοι είχαν στριμωχτεί κοντά στα παράθυρα και ψάχνοντας ποιος ήταν αυτός ο Τζινιόλι, έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια και όταν τα άνοιξα μια γυναικεία φωνή στο μικρόφωνο ανακοίνωνε μια μικρή καθυστέρηση στην άφιξη. Βγήκα έξω να με χτυπήσει ο αέρας. Βρήκα μια γωνία που δεν υπήρχαν καπνιστές να βαριαναστενάζουν και να με σημαδεύουν. Μπήκα σε μια μηχανή αναζήτησης και χτύπησα τη λέξη Τζινιόλι. Ιταλός που έσωσε πολύ κόσμο στη Σύρο την περίοδο της Κατοχής ειδοποιώντας πού θα χτυπήσουν οι κατακτητές. Πρόσθεσα και τη λέξη Λιλής περίεργος για αυτό τον πίνακα της Φραγκοσυριανής. Δεν πάτησα όμως αναζήτηση. Το καράβι έπιανε λιμάνι. 
Οι μισοί δρόμοι του Πειραιά κακοφωτισμένοι και κλειστοί λόγω έργων. Ένα καλοκαίρι κακοκεφο σε μια πόλη θυμωμένη. Η τελευταία απορία της ημέρας: "Τι σχέση είχε ένας Ιταλός που έσωσε τους εχθρούς στην Κατοχή με έναν ταβερνιάρη, φίλο του Μάρκου;"
Χαμογέλασα κι άρχισα να βλέπω όνειρο. Ένα χαμόγελο με κολλημένα πάνω του φωνήεντα και σύμφωνα. Και μετά θάλασσα...