Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Κυριακάτικο ξύπνημα...

Αναρωτιόμουν πώς βρέθηκα εκεί. Μια τεράστια αίθουσα με έναν πίνακα όσο ο τοίχος και γεμάτος θρανία ο χώρος με τα παιδιά λίγα και ήσυχα στις θέσεις τους. Δεν άκουγαν τι έλεγα κι ούτε μιλούσαν μεταξύ τους. Κατέβηκε με θόρυβο ένα πανί που κάλυψε τελικά το κέντρο του πίνακα. Ο θόρυβος ήταν από πλήκτρα γραφομηχανής και δε βρήκα άλλον παραξενεμένο όσο κι αν έψαξα με το βλέμμα όλη την αίθουσα.
Μια ταινία έπαιζε κι ήθελα να πάρω τον λόγο να πω «δε διάλεξα εγώ αυτό που βλέπετε», φοβόμουν τη στιγμή τόσα μάτια να στραφούν ξαφνικά πάνω μου και μου πέρασε η ιδέα να σταματήσω την προβολή και να κρυφτώ. Όλα ήταν μαγικά σ’ αυτή την αίθουσα, μαγικά και κατά έναν τρόπο ανεξήγητα. Τριγυρνούσα ανάμεσα στα θρανία αόρατος και το ένιωθα ήμουν σε όνειρο κι έψαχνα τον τρόπο να βγω. Εντόπισα πίσω στο βάθος μια πόρτα.
Σε άλλα όνειρα κυκλοφορούσα με ένα παπούτσι στη μέση ενός δρόμου και με κοιτούσαν όλοι, ακόμη και τα αυτοκίνητα ή ένας γορίλας στο στυλ της πρώτης ταινίας του 33 αλλά τρομακτικός και καθόλου ψεύτικος έσπαγε το τζάμι, έμπαινε στο σπίτι κι ερχόταν καταπάνω μου. Τώρα όμως… Όλα γίνονταν χωρίς εμένα.
Έξω από την πόρτα ένας στενόμακρος διάδρομος, ένας εργάτης έβαφε τον τοίχο και τρεις κάθονταν σταυροπόδι με τις κιθάρες και τα μπουζούκια τους, «ενοχλείτε» ξεκίνησα να λέω κι ο τρίτος των καθήμενων σηκώθηκε να φέρει δυο βόλτες ζεϊμπέκικο. «Θα μιλήσω στην Τεχνική Υπηρεσία» ψέλλισα και σα να άκουσα όλους μαζί τραγουδιστά να απαντούν «να μιλήσεις». «Ίσως είναι το ρεφραίν σε δικό τους τραγούδι» σκέφτηκα και πίσω στην αίθουσα τα παιδιά ήταν περισσότερα κι ανάμεσά τους μεγάλοι που έγραφαν, έγραφαν, έγραφαν ίσως την υπόθεση της ταινίας που έβλεπαν τα παιδιά, τα παράπονά τους μην τα ξεχάσουν, αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια ή κάποια ωραία συνταγή και τιπς που θα αναδείξουν το φαγητό «πότε να κλείσεις με καπάκι την κατσαρόλα και με ποια φορά να ανακατεύει η ξύλινη κουτάλα τον πηχτό βυθό».
Δε χτύπησε το κουδούνι, τα παιδιά είχαν βαρεθεί στα θρανία, οι μεγάλοι αντάλλασσαν τις σημειώσεις τους, μερικοί σα σαΐτες και οι εργάτες περισσότεροι από τέσσερις έμπαιναν μέσα στην αίθουσα κι απλώνονταν σαν αέριο παντού, έβαφαν, τραγουδούσαν, χόρευαν, τηλέφωνα χτυπούσαν κι άλλοι ήχοι παρόμοιοι μαζεύονταν δίπλα να πετύχουν ρυθμικά και μελωδικά ένα ακόμη κυριακάτικο ξύπνημα.
Γ.Γ. (6/12/2015)