Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

1

Για το γάμο της Σοφίας πρώτος είχε αντιρρήσεις ο πατέρας της. Ο Τάσος Χρονόπουλος. Με τη μάσκα του στοργικού πατέρα έβρισκε μη πρέπουσα τη διαφορά ηλικίας. Δέκα χρόνια είναι πολλά κι έπειτα η Σοφία δεν είχε κλείσει καλά –καλά τα είκοσι δύο. Με το πτυχίο της δασκάλας και μια προσωρινή δουλειά σε δημόσια υπηρεσία είχε το μέλλον μπροστά της.

Όσο για το επάγγελμα του γαμπρού είχε να πει πως δημόσιος υπάλληλος δεν είναι μόνο η ασφάλεια και το «μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει» που σχεδόν οι πάντες πιπιλάνε μαζί με την ώρα την καλή αλλά και μούχλα, εφημερίδες, παντοφλίτσες κι εφημερίδα ολόκληρα απογεύματα κι όσο για λεφτά τακτικά μεν αλλά με το σταγονόμετρο. Εκτός κι αν οι δύο μελλόνυμφοι υπολόγιζαν σε μια γενναία δική του βοήθεια.

Γιατί ο Χρονόπουλος είχε τον τρόπο του μες στην Κόρινθο κι ας μη θεωρήθηκε ποτέ κι από κανέναν «άτομο άξιο λόγου». Αν είναι δυνατόν να θεωρηθείς «υψηλό πρόσωπο», μόνο και μόνο επειδή έκανες «ζωή χαρισάμενη» σε παλάτια. Στο μυαλό του όμως ήταν.

Ακριβώς απέναντι απ’ το στρατόπεδο είχε το τριώροφό του. Τρεις αίθουσες στο ισόγειο, η μία εξοχική ταβέρνα, η άλλη καφετέρια με ηλεκτρονικά παιχνίδια και τσόντες στο βίντεο, η τρίτη χαρτοπαιχτική λέσχη ημιπαράνομη. Στους ορόφους φήμες μόνο υπέθεταν πως υπήρχαν δωμάτια για να ξαλαφρώνουν οι φαντάροι κι οι σουρτούκηδες Κορίνθιοι με αλλοδαπές και ντόπιες.

Η πρώτη του γυναίκα, η Ιωάννα, είχε κλειστεί στο άσυλο. Την έπιασαν να σιδερώνει το ίδιο της το παιδί. Τότε εμφανίστηκε απ’ το πουθενά η μητέρα της Σοφίας, η Κωστούλα. Βέβαια οι κακές γλώσσες είπαν πως πέρασε απ’ τα πάνω δωμάτια και με την καπατσοσύνη της κατάφερε το Χρονόπουλο να την κάνει πυργοδέσποινα με όλες τις τιμές πλην αυτής που προσδίδει σε μια γυναίκα το λευκό στεφάνι με τ’ ανθάκια.

Αντ’ αυτού της φόρεσε απ’ την πρώτη στιγμή εκείνο με τ’ αγκάθια, ίσως επηρεασμένος απ’ το στραπάτσο της Ιωάννας, αν και για πολύ καιρό παρέμεινε στα κουτσομπολιά της πόλης ως βεβαιότητα πως η Ιωάννα ποτέ δεν έφυγε για το άσυλο, αφού ποτέ δεν είχε σιδερώσει το παιδί της ούτε κι είχε διαπράξει άλλη τρέλα, απλώς με κάποιο τρόπο το παράνομο ζευγάρι έπρεπε να δικαιολογήσει πώς την έβγαλαν απ’ τη μέση. Κάποτε μάλιστα λένε πως της ξέφυγε της Κωστούλας σε μια γειτόνισσα πως άσυλο δεν υπήρχε και τα πράγματα θα μπλέκονταν και στις υποθέσεις της αστυνομίας, αλλά η νεότερη και τελευταία εκδοχή πως δηλαδή η Ιωάννα πέθανε στον ύπνο καταπίνοντας τη γλώσσα έβαλε τα πράγματα στη θέση τους τελειωτικά. Βοήθησαν βέβαια και οι γνωριμίες του Χρονόπουλου με την αστυνομία που ήδη είχε μπει από καιρό συνέταιρος στο τριώροφο.

Καμιά όρεξη δεν είχε για νέες οικογενειακές υποχρεώσεις κι ούτε που το θεωρούσε καθήκον του να στεφανωθεί την Κωστούλα. Έφτανε και περίσσευε που αναγνώρισε τη Σοφία. Σ’ αυτήν έβγαλε όλα του τ’ απωθημένα. Θυμήθηκε πώς τον ήθελε η δική του μητέρα, δηλαδή ηθικό, τίμιο, μετρημένο και τώρα τα ίδια ακριβώς με μια καθυστέρηση τριάντα χρόνων ζητούσε κι απ’ την κόρη του τη μονάκριβη πια, μιας και το σιδερωμένο το είχε διώξει από νωρίς σε μια θεία στη Βέροια, για να μη σέρνεται η τρέλα της Ιωάννας μες στα πόδια του.

Μέχρι τα δεκαεπτά η Σοφία να μη βγει παραέξω, να μη φέρνει φίλες στο σπίτι και να μην πλησιάσει ούτε κατά διάνοια στο μαγαζί. Μέχρι το μεγάλο μπαμ.