Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Με το χαμόγελο των καρτούν


Πονούσε το κεφάλι μου απ’ το πρωί
κι αν δεν σήκωνα τα μάτια, 
δε θα τον έβλεπα.
Με το χαμόγελο των καρτούν, 
κόκκινο σκούφο και μαύρες μπότες 
έμοιαζε εγκλωβισμένος στο μπαλκόνι.
Σαν να του τέλειωσαν τα δώρα και παράτησε το σάκο.
Λες και φανερώθηκε το μυστικό,
πέταξε την κόκκινη στολή
και τώρα φορούσε καρό πουκάμισο.
Ήταν φρεσκοξυρισμένος.
Χάζευε από ψηλά
μία πόλη που έσβηνε
με τους ανθρώπους της σκυφτούς
ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι στην καρδιά του χειμώνα.
Έκλεισα τα μάτια
να δραπετεύσω από τον πονοκέφαλο.
Μάταια.
Όταν τα ξανάνοιξα,
δεν υπήρχε κανείς στο μπαλκόνι.

(Εικόνα: Raphael Lacoste, Balcony)

Μια τρυφερή καθημερινότητα


Εκείνη υπογράμμιζε 
στο βιβλίο της Χημείας τα κύρια σημεία. 
Όλο το Σαββατοκύριακο απαντούσε με χαμόγελο 
στα παράπονα της κόρης της 
για τη συχνότητα των διαγωνισμάτων 
στο γυμνάσιο.
Εκείνος φρεσκοξυρισμένος,
καλούσε τον Mojo rising,
ανακάτευε για ώρα με ξύλινη κουτάλα
κρεμμυδάκια με μανιτάρια
κι έσβησε τελικά τη σάλτσα με κόκκινο κρασί
χωρίς να πιει γουλιά.
Ολόκληρο Σαββατοκύριακο
δεν έβγαλε νότα στην κιθάρα
αλλά δε νοιάζεται.
Κανείς τους δε νοιάζεται.
Δραπέτευσαν και οι δυο
σε μια τρυφερή καθημερινότητα.

(Εικόνα από Thosio Ebine)

Ένα περιστέρι μες στην τάξη


Δευτερόλεπτα μετά το κουδούνι η αίθουσα ήταν άδεια.
Δεν μπορούσα να εξηγήσω τις φωνές. 
Πετούσαν από το βάθος του διαδρόμου και πλησίαζαν. 
Ήμουν μόνος, όταν το περιστέρι μπήκε μέσα. 
Με κοίταξε για λίγο, 
μάλλον ταυτόχρονα έψαχνε
μέχρι να αποφασίσει
πού θα προσγειωθεί.
Θυμήθηκα ένα βιβλίο του Ζισκίντ:
ο ήρωας παγιδευμένος στο σπίτι του
από ένα περιστέρι που έκοβε βόλτες
στο διάδρομο της πολυκατοικίας.
Αλλά εγώ δεν ήμουν μόνος.
Η Νέβι απαντούσε στη Νίκη
πως δεν είναι και το καλύτερο pet
ένα περιστέρι μες στην τάξη.
- Σαν ποντίκι με φτερά, έλεγε με νόημα για να τονίσει τη σχέση του πτηνού με την καθαριότητα.
- Σαν τη νυχτερίδα; Φοβόταν ψεύτικα η Γεωργία.
Την υπόθεση ανέλαβε με συνοπτικές διαδικασίες ο διευθυντής. Κατέβαινα τις σκάλες και φανταζόμουν τις δεκαοχτούρες του Υμηττού να κατακλύζουν την τάξη μου και το διευθυντή ως φιλότιμη Μαίρη Πόπινς να τα κυνηγάει με μαύρη ομπρέλα προς την έξοδο.