Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Στον σκοτεινό θάλαμο του ασανσέρ...


Λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα να μπαίναμε, όλα θα ήταν αλλιώς. Λίγο προς τα πάνω ή λίγο προς τα κάτω θα πήγε, αλλά σα να ταλαντεύτηκε στο κενό και μετά σταμάτησε χωρίς να μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πού και πώς.
Απόλυτο σκοτάδι και μια υποψία πανικού πίσω από τις φωνές που γίνονταν πιο δυνατές, πιο αγχωμένες και σε έναν τόνο προσβλητικές.
Τέσσερις ήμασταν οι εγκλωβισμένοι. Τσίριζε συνεχώς αυτό που οι παλιοί στα τρένα το έλεγαν κομβίο κινδύνου, αλλά σήμερα και μέσα στον σκοτεινό θάλαμο του ασανσέρ εύκολα το περνούσες για έναν ακόμη όροφο.
Όταν, ώρα μετά, όλα είχαν τελειώσει, ένας γείτονας «ακόμα αγουροξυπνημένος» έλεγε πόσο μοιάζει ο ήχος από το σήμα κινδύνου με νταλίκα που κάνει όπισθεν και γελούσε που στον ύπνο του ταίριαζε πολύ με τους θορύβους που είχαν σηκώσει μια γειτονιά στο πόδι κι εκείνος φώναζε στον νταλικέρη που πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε και ούτε κι εκείνος ήξερε πού πήγαινε και μετά ξύπνησε από αυτόν τον ήχο. Κανείς δε γέλασε κι ο «ακόμα αγουροξυπνημένος» κοίταξε το ρολόι του και χάθηκε χωρίς δικαιολογία πίσω από την πόρτα.
Πίσω στην ώρα του εγκλωβισμού, η κυρία στον τέταρτο ήταν με το καροτσάκι της λαϊκής και ούρλιαζε να την ακούσει κάποιος με το μυαλό στα ψάρια που μόλις είχε αγοράσει και θέλανε ψυγείο. Φώναζε χτυπώντας το κλειδί στον καθρέφτη να την ακούσει ο γιος της να ξυπνήσει, να βγάλει το κοτόπουλο από το ψυγείο και να το μαρινάρει με γιαούρτι και μαγιονέζα και θα συνέχιζε τη συνταγή με όλες τις λεπτομέρειες παρά τα σκουντήματα των συνεγκλωβισμένων, αν δεν ακουγόταν η σειρήνα της πυροσβεστικής.
Ο νεαρός στον τρίτο έψαχνε τις εφαρμογές στο κινητό και η μάνα του δίπλα μες στη μουρμούρα «ένα απλό κινητό έχω και πιάνει, ένα κινητό που δεν έχει φωτογραφική, δεν μπαίνει το ίντερνετ, μόνο ξυπνητήρι έχει και ραδιόφωνο, αλλά πιάνει, ακούς που μου ήθελες iphone» κι ο γιος άκουγε, αλλά ακόμη έψαχνε την εφαρμογή του φακού με γυρισμένη την πλάτη. Όση ώρα η μητέρα του τρίτου τηλεφωνούσε σε πυροσβεστική, τεχνικό ασανσέρ, Εταιρεία Ηλεκτρισμού, μια φίλη της στη Λαμία και τη μητέρα της που ανησυχούσε «πού είσαστε, γιατί δεν απαντάτε στο σταθερό;», ο γιος ανέβαζε σε διάφορα σημεία το iphone αλλά πουθενά δεν είχε σήμα κι εγώ έψαχνα μέσα μου τι νιώθω, αν φοβάμαι, αν τρέχει πιο γρήγορα το αίμα στις φλέβες και στον λαιμό, έπιανα την καρδιά μου να καταλάβω αν με έπιασε ήδη πανικός.
Ο πυροσβέστης που μας απεγκλώβισε πήρε τα ονόματά μας κι όλοι τα έβαλαν πρώτα με τον διαχειριστή κι όταν δικαιολογήθηκα πως εγώ είμαι ο διαχειριστής και ήμουν δίπλα τους στα δύσκολα, τα έβαλαν με τον τεχνικό που τον πληρώνουμε ένα κάρο λεφτά αλλά πάλι κινδυνεύσαμε και μάλιστα χωρίς λόγο. Αυτό το «χωρίς λόγο» δε θυμάμαι ποιος το είπε, δεν κατάλαβα γιατί το είπε και ούτε ρώτησα, αλλά ως διά μαγείας εμφανίστηκε ο τεχνικός χαμογελαστός και μας έδειξε πως η λύση ήταν μπροστά μας και πόσο εύκολα θα μπορούσαμε χειροκίνητα να απεγκλωβιστούμε, αφού το ασανσέρ είχε κατέβει σε όροφο. Δεν υπήρχε πλέον φταίχτης να του φωνάξουμε και κλειστήκαμε όλοι στα διαμερίσματά μας, αφήνοντας χώρο στον «ακόμα αγουροξυπνημένο» γείτονα να δραπετεύσει και μετά ξαναβγήκαμε. Ναι, δέκα λεπτά μόνο ησυχάσαμε και συναντηθήκαμε όλοι στην είσοδο της πολυκατοικίας, είχαν μαζευτεί κι άλλοι που ρωτούσαν, εμείς φωνάζαμε αυτή τη φορά εναντίον της Εταιρίας Ηλεκτρισμού και μας έφταιγαν πολλά ακόμη.
Ο νεαρός του τρίτου μόνο δεν κατέβηκε μαζί μας, μας κοίταξε λίγο από το μπαλκόνι και τραβήχτηκε αμέσως μέσα με το βλέμμα χαμένο και μάλλον αποφασισμένος να γράψει την ιστορία μας χωρίς αρχή, χωρίς τέλος και χωρίς φυσικά να μας ζητήσει την άδεια να την ανεβάσει στο blog του.