Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Η Παρθένος της Νυρεμβέργης (b-movie τρόμου δεκαετίας 60)


Ταινία του 62 βασισμένη σε νουβέλα κάποιου Μπόγκαρντ και προφανώς όχι του Χάμφρεϊ. Ο Max Hunter  προσπαθεί να πείσει τη νέα κι όμορφη σύζυγό του Mary πως το τέρας και τα βασανιστήρια που βλέπει στο κάστρο τα φαντάζεται. Ήλπιζα πως αυτή ήταν η ταινία που με είχε τρομάξει 5 χρονών εγώ, σε ασπρόμαυρη τηλεόραση, στη Θεσσαλονίκη ήμασταν, κι οι γονείς μου με είχαν αφήσει σε κάτι φίλους τους. Αν από την υπόθεση καταλάβαινα πως τα τρομακτικά συνέβησαν σε βουνό και πολύ μακριά από θάλασσα, θα διέκοπτα την ταινία, γιατί αυτό που έψαχνα ήταν μια σκηνή με την πρωταγωνίστρια να τρέχει στην παραλία και να την κυνηγά ενα φτερωτό πλάσμα που στη φαντασία μου τότε ήταν ένας άγγελος. Κακός όμως. Στην ταινία η υπηρέτρια φόβιζε την κυρία προειδοποιώντας πως ο τιμωρός γυρνούσε μετά από 300 χρόνια να βασανίσει τις πρόστυχες γυναίκες. Μυστικοί διάδρομοι πίσω από κρύπτες, η μισή ταινία στο σκοτάδι, γοτθικά σύμβολα και ο Κρίστοφερ Λι στο ρολο του πιστού αλλά και τρομακτικού υπηρέτη Έρικ. Το φάντασμα έδειχνε να ’ναι ολοζώντανο και η πιθανότητα να υπάρχει κακός άγγελος ή έστω φτερωτό πλάσμα άγνωστης ταυτότητας απομακρυνόταν. Η Μαίρη άρχισε να τρέχει φορώντας λευκό νυχτικό στον κήπο, κανείς όμως δεν την κυνηγούσε κι ήταν νύχτα. Ο τιμωρός φορούσε κόκκινα, κάτι που θα είχε εκμεταλλευτεί δεόντως η προπαγάνδα της κρατικής τηλεόρασης στις αρχές του 70 αν δεν ήταν ασπρόμαυρη. Στα 60 περίπου λεπτά το κάστρο κλειδώνει ως δια μαγείας, ο Μαξ εγκλωβίζεται σε ένα υπόγειο που σιγά σιγά πλημμυρίζει νερό και ποντίκια, ενώ η Μαίρη αναζητώντας ξεκλείδωτη έξοδο πέφτει πάνω στον τιμωρό, ο οποίος την ξαπλώνει στο τραπέζι των βασανιστηρίων. Στο τέλος μπλέκεται ο δεύτερος παγκόσμιος και ο τιμωρός αποδεικνύεται ο επιζών επίδοξος δολοφόνος του Χίτλερ που βασανίστηκε και ως "ζωντανό κρανίο" πια τρελάθηκε. Ήλπιζα το "ζωντανό κρανίο" να πετάει κι η Μαίρη να σπάσει τις αλυσίδες της και να αρχίσει να τρέχει. Όμως εκείνη άρχισε να φωνάζει ενώ παγιδευόταν σε μια σαρκοφάγο που έκλεινε, όταν ο Μαξ φώναζε "όχι, πατέρα" και στην τελευταία σκηνή ο Μαξ κρατάει στην αγκαλιά του τη Μαίρη και το κάστρο καίγεται και γκρεμίζεται πάνω στον Έρικ (Κρίστοφερ Λι) και το "ζωντανό κρανίο" που παραληρεί εναντίον των δεινών του πολέμου. Η κατάρα του φτερωτού πλάσματος θα με αναγκάσει να δω κι άλλες ταινίες του 60.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Τα όμορφα έργα όμορφα σχεδιάζονται...


Σαν παιχνιδάκι λοιπόν. Έχω κλείσει πόρτες, παράθυρα και ζεσταίνομαι. Ανοίγω μια χαραμάδα να μπει αεράκι δροσερό και ψάχνω την κατάλληλη λεζάντα στον θόρυβο που γλιστράει μέσα και συγχρόνως προσπαθώ να μαντέψω τι συμβαίνει έξω.
Τα έργα ξανάρχισαν. Ω, ναι! Αναμενόμενο άλλωστε, αφού κάποτε σταμάτησαν, ε κάποτε θα ξαναρχίσουν. Όχι, όπως η πολυκατοικία απέναντι που έμεινε στα μπετά. Όπως παλιά που ό,τι άρχιζε ε κάποτε θα τελείωνε.
Μάιος ήταν, μπορεί και Απρίλιος, όταν ξεκίνησαν τα έργα. Αντιπλημμυρικά, απαντούσαν οι εργάτες σε όποιον ρωτούσε και δεν ήταν πολλοί. Ο καιρός περνούσε, οι δρόμοι γέμιζαν χαλίκια, οι ζωές μας χώμα, τα χαντάκια προχωρούσαν σε βάθος και μάκρος κι όταν πλησίασαν στα εκατό μέτρα τη δασική περιοχή, σταμάτησαν.
Η δασική υπηρεσία έλεγε στα έργα «Να φύγετε, να πάτε αλλού», ο δήμαρχος απαντούσε «δεν μπορεί να αλλάξει ο σχεδιασμός στο τέλος του έργου» και οι κάτοικοι έψαχναν δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω «Σχεδιασμός, ποιος σχεδιασμός;».
Οι μπουλντόζες ξαναήρθαν, ξαναέσκαψαν, έψαξαν τις θέσεις που έπρεπε να μπουν τα φρεάτια, τα βρήκαν στο περίπου και τα έκλεισαν. Στα μπαλκόνια οι γείτονες στοιχημάτιζαν πότε θα ξανανοίξουν τα χαντάκια και πότε θα ξανακλείσουν. Παίζονταν χρήματα, όχι περισσότερα όμως από αυτά που χάνονταν να πηγαινοέρχονται μπουλντόζες και φορτηγά, εργάτες να προσλαμβάνονται και εργολάβοι να εξαφανίζονται.
Το σπίτι τρίζει και δε βρίσκω πια λεζάντα κατάλληλη. Βγαίνω στο μπαλκόνι και υποψιάζομαι πως μπορεί όλα να είναι όνειρο. Δεν μπορεί να γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν μπορεί να καταστρέφονται δρόμοι, να χάνονται χρήματα, επειδή ξεκινούν έργα που ποτέ δεν τελειώνουν, επειδή δε συμφωνούν Δήμος και Δασική Υπηρεσία. Εκεί που περιμέναμε ο χωματόδρομος να γίνει άσφαλτος, έγινε ξανά μισό χαντάκι μισό χωματόδρομος. Ευτυχώς που τα αυτοκίνητα ακόμα μπορούν να περάσουν. Όχι πάντα βέβαια, γιατί κάποιοι ξεχνούν παρκαρισμένα τα αυτοκίνητά τους σε αυτόν τον μισό χωματόδρομο και αν θέλεις να συνεχίσεις, πρέπει να πέσεις στο χαντάκι.
Έμαθα πως υπήρξαν πολλοί εργολάβοι, ο ένας έφυγε χωρίς να πληρώσει κανέναν, ο άλλος τα παράτησε, επειδή δεν τον πλήρωσε κανένας και δεν έχω καμιά όρεξη να αρχίσω τα τηλέφωνα και να ψάχνω ποιος ξέρει τον νέο εργολάβο, ποιος υποψιάζεται πότε τελειώνουν τα έργα και ποιος πληρώνει τον βαρκάρη, που ετοιμάζεται να κάνει δρομολόγια χαντάκι χαντάκι από Σεπτέμβρη με τα πρωτοβρόχια.
Οι γείτονες όλη τη μέρα με το λάστιχο παλεύουν με τη σκόνη που τρυπώνει παντού, κουνάνε το κεφάλι τους, γκρινιάζουν, στοιχηματίζουν, επαναλαμβάνουν πως δεν είναι κατάσταση αυτή και είναι σίγουροι πως θα τραβήξει αυτή η ταλαιπωρία μέχρι τον Οκτώβρη τουλάχιστον.
Θα αφήσουν λένε μια τρύπα να πέφτουν τα νερά της βροχής σε μια δεξαμενή που θα διαμορφώσουν κάτω από τον δρόμο και όταν η δεξαμενή γεμίζει, θα έρχεται ένα βυτίο και θα αδειάζει το νερό. Πολιτισμένα πράγματα. Ε;
Κι εγώ δεν έχω όρεξη γενικώς.
Κι αν όλα αυτά είναι παιχνίδι, δε βρίσκω λεζάντα στον θόρυβο, στα χαντάκια και στη σκόνη.
Κι αν όλα αυτά είναι ένα όνειρο;
Όχι δεν μπορεί να είναι όνειρο.

Τίποτα δεν μπορεί να γίνει πιο γελοίο από την πραγματικότητα…