Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Ημέρες ραδιοφώνου



Έκλεισε την τηλεόραση
ακριβώς την ώρα
που άρχισαν οι συνδέσεις με τη Βουλή.
Όλη τη νύχτα διάβαζε ένα κείμενο
που έμοιαζε με δοκίμιο
αλλά και μυθιστόρημα
για ένα παραχαράκτη
που «ανακάλυψε» την αρχαιότητα.

Μόνο την ώρα της ψηφοφορίας
άκουσε από το διπλανό διαμέρισμα βρισιές
και έβαλε δυνατά ραδιόφωνο.
Θυμήθηκε το Radio Days του Woody Allen,
κοίταξε την ώρα,
ήταν αργά,
άκουσε ως τελευταίους ήχους:
«Ο Γιάννης ο φονιάς
Παιδί μιας Πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη».

Την άλλη μέρα στο γραφείο
όλοι μιλούσαν για τα πολιτικά.
Πλησίασε δειλά τη Λουίζα.
Εκείνη δεν ήξερε το τραγούδι.
Εκείνος προσπάθησε να της το θυμίσει:
«Του βγάλαμε γλυκό,
τού βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα».

Οι συζητήσεις σταμάτησαν.
Οι τελευταίοι στίχοι
στριφογύρισαν λίγο
«στην άκρη της γωνιάς».
Τα «φεγγάρια μακρινά»
κυλούσαν στη λάσπη,
έκοβαν κι έραβαν
«τ’ όνειρο που εχάθη»
στο σχήμα της θλίψης … 

Η λεζάντα


Στο προαύλιο βροχή.
Οι διάδρομοι ξέχειλοι από παιδιά. 
Στον αέρα νιφάδες από άχνη ζάχαρη 
και στα βλέμματα το ίδιο ερωτηματικό: 
«Ποιος κατάπιε το φλουρί;»
Ο Παναγιώτης με ύφος Αρτέμη Μάτσα
(«Πατριώτες, είναι φίλοι μας οι Γερμανοί»)
«έδινε στεγνά»
όσους εφημερεύοντες έμπαιναν στο γραφείο.
Με πλησίασε η Κ. να μου δώσει τα κλειδιά της τάξης.
Μαθήτρια μου, δώδεκα χρονών με γνώσεις Μάστερ Σεφ.
- Έχουμε καμία συνταγή για μανιταρόπιτα,
θέλησα να την κουρδίσω.
Γούρλωσε τα μάτια της
και φοβήθηκα πως αναγνώρισε τη διάθεσή μου.
- Ανοίγετε φύλλο,
με ρώτησε με ύφος Ηλία Μαμαλάκη
(«Τσιγαρίζετε τα μανιταράκια μαζί με τα κρεμμυδάκια»).
Ψέλλισα με το δικό μου δειλό ύφος «όχι».
Εκείνη έγραψε υλικά και οδηγίες
στα γρήγορα
και χάθηκε αγέλαστη
σε ένα σουρεάλ σκηνικό
θολό από την άχνη ζάχαρη
πίσω από τις σταγόνες μίας μακρινής βροχής.
Έλειπε όμως η λεζάντα.

(Εικόνα: Linda Paul, Louisiana Kitchen)

Πηγές ενέργειας


Είμαι στην τάξη, 
έχω ρωτήσει με το βλέμμα στο κενό:
«Ποιες πηγές ενέργειας γνωρίζετε;».
Μεσολαβούν ήχοι. 
Πετούν σαν πεταλούδες αργά
ανάμεσα στα ανοικτά βιβλία.
Η σιωπή της αναζήτησης,
ο θόρυβος της βιασύνης,
κι όλα στο τέλος πνίγονται σε γάργαρα νερά
που επενδύουν την αναδρομή.
Ο πρώτος που θα πάρει το λόγο
ίσως πει κάτι σχετικό.
Οι υπόλοιποι απομακρύνονται από το θέμα
περιφρονώντας τις υποδείξεις
και ο τελευταίος χάνεται στο βάθος του ορίζοντα.
- Πώς μυρίζει το φυσικό αέριο μόλις βγει από τη γη;
- Χειρότερα από τα τζάκια που καίνε καρεκλοπόδαρα;
- Τι έκαψε στο τζάκι της η Πυθία λίγο πριν εξαφανιστεί;
- Πότε θα κάνουμε πρόβα για τη γιορτή;
- Συγγνώμη για την αδιάκριτη ερώτηση, αλλά … τι ώρα είναι;
Στις ταινίες όταν ξανακούγονται τα γάργαρα νερά,
η οθόνη θολώνει,
ο πρωταγωνιστής ανοιγοκλείνει τα μάτια
και όλα γίνονται πάλι τωρινά, πραγματικά.
Στην τάξη όμως
ο χρόνος γλιστράει μέσα από την παλάμη σου
και κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες μαζί με τα παιδιά.

(Εικόνα: Βιβλίο Φυσικής Στ΄τάξης)

Μία αναδρομή



Η Ν. διάβαζε τα Μωραΐτικα Κάλαντα. 
Στις υπόλοιπες ομάδες 
με ανοιχτά τα Ανθολόγια 
ετοίμαζαν ερωτήσεις και 
συζητούσαν τις απορίες τους.
Κανείς δε ρωτούσε γιατί
«το μέλι τρων οι άρχοντες και το γάλα οι αφεντάδες».
Όσο οι ομάδες δούλευαν,
προετοίμαζα την επόμενη κίνηση.
Πεταγόταν ο παππούς μου
να μιλάει για τα έθιμα που χάνονται
και φταίμε εμείς οι δάσκαλοι.
Η Νέβι για μία γιόγκι εκδοχή της γιορτής
με Γιόκο Όνο και Λένον
αλλά κατά βάθος
ένα θαυμασμό στο «μούτρο» τον Σινάτρα.
Η Λουί να τραγουδά τα ηπειρώτικα κάλαντα:
«Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν' αλλάξουμε».
Τόλμησα να επιχειρήσω μία αναδρομή,
θεωρώντας τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση της φτώχειας
χαρακτηριστικό ενός μακρινού παρελθόντος.
«Δεν έχω ζήσει φτώχεια» ξεκίνησα
«αλλά έχω διαβάσει πως …»
«Δεν πειράζει, κύριε,
θα τη ζήσουμε όλοι μαζί τώρα»
με έκοψε η Μ.
και βυθίστηκε ξανά
στις συζητήσεις της ομάδας της

(Εικόνα: Νικηφόρος Λύτρας, Κάλαντα, 1872).