Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Τελευταία εικόνα


Τελευταία εικόνα 
τα ακίνητα χείλη σου.
Δε είχαμε χαιρετηθεί 
θα βρισκόμασταν ξανά 
σίγουρα.

Τελευταία εικόνα
τα μάτια σου θολά.
Να λένε για το παρελθόν
πως είναι μια χώρα μακρινή
που δε με θέλει κοντά της.

(Εικόνα: Luis Gabriel Pacheco)

Αξιοπρέπεια


Η απώλεια από ένα λαό της αξιοπρέπειας, της υπερηφάνειας και του αυτοσεβασμού μπορεί να είναι χειρότερη από την απώλεια πολέμων και αυτοκρατοριών
Eric Hobsbawm, «Το παρόν ως ιστορία»

Πρόσωπα


Όλα έχουν πρόσωπα / άγρια / ήμερα / νευρικά / ήρεμα. Κρύβονται πίσω από καράβια / πετάνε μέσα στα σύννεφα / παγώνουν μαζί με το νερό / γιορτάζουν μαζί με τα παιδιά / περιμένουν τον ήλιο / ή το χιόνι / να βγουν / κι αυτά με πρόσωπο.

Εικόνα: Μια ζωγραφιά που μου χάρισε ο Γιάννης (7 χρονών και ανιψιός μου).

Η λήθη


Πολλά πράγματα δεν αλλάζουν.
Μένουν ένα πράγμα ίδιο κι απαράλλακτο μπροστά σου,
όπως οι αλήθειες.
Μια από αυτές μιλούσε για τυράννους 
που γλεντούσαν 
και μες το πιοτό
τη λήθη γυρεύαν να βρούνε.
Τη μαθαίναμε μάλιστα τραγουδιστά
στα μικρά παιδιά.
Κρύβαμε μόνο για καιρό την υποψία όλων
πως η λήθη βρέθηκε.

Να μην πέφτεις ...


Να κολυμπάς σε βλέμματα ζεστά / Να καθρεφτίζεσαι σε νερά θολά / Να ξεχνιέσαι σε ημέρες ίδιες / Να γελάς σε παλιοπαρέα / Να ζαλίζεσαι / αλλά / Να μην πέφτεις

Για τα παιδιά ...


Για τα παιδιά που μεγαλώνουν
σε μέρες παράξενες.
Για τους γονείς που αγωνιούν
για το μέλλον.
Για τους εκπαιδευτικούς που αγαπούν
τη δουλειά τους,
αλλά νιώθουν μόνοι ...

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Ταξίδια


Ματαιώσαμε εκείνο το ταξίδι στα βουνά 
στα βουνά που έμοιαζαν με υποσχέσεις και λέξεις άγνωστες 
λέξεις που πετούσαν μικρές πέτρες ψηλά
να πέσουν τ' άστρα 
να σκιστεί ο ουρανός στα δύο 
και να γίνουν σκόνη τα βουνά 
για να ματαιώσουμε και το επόμενο ταξίδι ...

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Βαμμένα πράσινα κάγκελα

Πώς λέμε «βαμμένα κόκκινα μαλλιά»; Γιατί όχι και «βαμμένα πράσινα κάγκελα» σκέφτηκα, άνευ Νταλάρα στα vocals. Το βάψιμο δεν είναι μόνο καλλιτεχνία.
Πρώτη ώρα έχουμε Θρησκευτικά.  Ως έτερος Ισαάκ (επηρεασμένος και από το «μήλο που βγήκε απ’ τον Παράδεισο» της Ακρίτα) σε μια πιο δίκαιη όμως και πιο λιτή version. Μοίρασα μπαλκόνια στα δυο παιδιά μου συν latex γάντια και γυαλόχαρτα. Το μενού δεν προέβλεπε φακή βραστή, οπότε κανένα θέμα δεν υπήρχε με πρωτοτόκια. Σπαγγέτι, παρακαλώ, με σάλτσα ντομάτα και κυβάκια τηγανητής μελιτζάνας, ενώ στην κορυφή για φέσι θα έκοβα με το ψαλίδι ένα ολόκληρο κλωνάρι βασιλικό.
Δεύτερη ώρα Μαθηματικά με την τεχνική του εσωτερικού μονόλογου. Πόσα σφηνοπότηρα νέφτι θα ρίξω στην μπογιά; Τι νούμερο γυαλόχαρτο πήρα, γιατί μάλλον θα χρειαστώ κι άλλα; Τέσσερα πινέλα θα φτάσουν; Πόσα μέτρα είναι τα κάγκελα; Μήπως τα υλικά που πήρα τελικά θα έφταναν να περάσω δυο χέρια την κουπαστή του Τιτανικού;
Τελευταία ώρα: Μουσική. Ήμασταν κι οι τρεις μες στον ιδρώτα του μεσημεριού. Πράσινη σκόνη σαν τριμμένος πάγος πετούσε και κολλούσε γύρω μας και πάνω μας. Μοιάζαμε όλο και περισσότερο στον Shrek με γδαρμένα δάχτυλα, σκισμένα γάντια (ίσως και καλσόν) πιστεύοντας πως αξίζαμε μια «παγωμένη τζιμινιέρα» με φιλική συμμετοχή Νταλάρα ή έστω ένα «πλαστό πασαπόρτι» από Σερ Μπιθί ή στη χειρότερη μία παγωμένη FIX για τον πρωτομάστορα (ακούω και στο «Γιώργος») και χυμούς για τη νεολαία.
Βγήκε ο γείτονας από το απέναντι μπαλκόνι και με εκδικητικό μάτι (λίγο από Walking Dead λίγο από Breaking Bad) και κορώνες βραχνοκόκορα ούρλιαζε το μικρό του μυστικό για ένα ελάττωμα πως αγαπάει «λάθος άτομα». «Κανείς δεν είναι τέλειος» θα ήταν η ατάκα, αν παίζαμε σε ταινία και όλα θα σταματούσαν εκεί, αλλά τότε άρχισε να φυσάει.
Σκεφτόμουν τις μαγειρικές εκπομπές στην τηλεόραση να διακόπτονται απότομα και πριν καν χυλώσει η σάλτσα, ένας έντρομος εκφωνητής να μιλάει για πυρκαγιές που μπαίνουν σε κατοικημένες περιοχές, χτυπάνε το κουδούνι και ορμάνε στο καθιστικό, παρακολουθούν το έκτακτο δελτίο, αηδιάζουν και σβήνουν μόνες τους. Τα ζώδια θα μιλούσαν για δημιουργική έμπνευση και δραστηριότητα στο σπίτι … λόγω καύσωνα και ισχυρών ανέμων … εγώ θα ξαναζούσα την ώρα των Μαθηματικών … 2 χέρια μίνιο … χωρίς συναισθηματικές εμπλοκές οι δίδυμοι … με τα πινέλα στο νέφτι 8 ώρες (κάτι σαν αντιβίωση) … και διανοητικές συζητήσεις μέχρι τουλάχιστον η Σελήνη να βγει από τον Αιγόκερο … να μαγειρευτεί η ψίχα με τη μαντζουράνα και να τραβήξει το άρωμα από το σαφράν και τη μουστάρδα … να ξυπνήσει κι ο πρωτομάστορας (λέγε με Γιώργο, είπαμε) από το λήθαργο του μεσημεριού να ξαναδώσει το σύνθημα.

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Αν όλα ήταν κάπως αλλιώς ...


Ποτάμια σκούρα
από τα μάτια του φόβου
και ήχοι (χωρίς άκρες).

Τριμμένο χώμα 
από ξεχασμένη πατρίδα 
και ψίθυρος (ίσα ν’ ακούγεται). 

Μισοτελειωμένη σκέψη,
από χατίρι που χάλασε
και ήθελε
όλα να ήταν κάπως αλλιώς.
Έστω λίγο…

(Εικόνα: Berthe Morisot, Child among Staked Roses, 1881)

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Τις δικές μου ενοχές ...



Στεκόταν μπροστά μου
έτρεμε από το κρύο
πίσω του πετούσαν σύννεφα.
Έπειτα ζωγράφισε ένα χωματόδρομο
και στο βάθος κύματα γαλάζιου.
Θα έφερναν, μου είπε,
στην ακτή 
τις δικές μου ενοχές
από μέρες παλιές.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Ο διάβολος και οι λεπτομέρειες


Κάποιοι λένε πως ο διάολος έχει πολλά ποδάρια.
Λάθος.
Κουτσός είναι.
Πάει αργά,
απειλεί θεούς (και δαίμονες)
αγνοώντας τις λεπτομέρειες.
Κι ας λένε άλλοι πως
τρελαίνεται να κρύβεται σε αυτές.

Εικόνα: Jan Brueghel the Elder, Aeneas and the Sibyl in Hades, c. 1600

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Θα φύγουν κι αυτές οι μέρες ...


Θα φύγουν αυτές οι μέρες, έτσι απλά, επειδή δεν είναι δικές μας. Ούτε αυτές μας θέλουν, γιατί ξέρουν πως στα κλεφτά ήδη φλερτάρουμε με τις επόμενες.

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Ο Johny θα ήταν καλά ...


Κινήθηκε πιο γρήγορα.
Με φευγάτους ήχους πίσω.
Ο καιρός κι αυτός γελούσε.
Κατέβηκε την κατηφόρα.
Το τραγούδι επέμενε, 
αλλά εκείνος δεν ανησυχούσε.
Λογικά με τόσα παρακάλια
ο Johnny θα ήταν καλά …

Μοιάζουν ίδια, αλλά ...


Μοιάζουν ίδια, αλλά ...
Κάθε παιδί διαφορετική ιστορία. 
Γ: απόμακρος, 
με δυσκολία στηρίζει το κεφάλι, 
απαντά ξεψυχισμένα, 
δείχνει να τα έχει παρατήσει.
Κορίτσι (δε θυμάμαι όνομα): δεν έχω άποψη, η δασκάλα μου είπε χαμηλόφωνα για φοβίες.
Κ: κοιτούσε τον Δ. όσο χτυπούσε τα μολύβια και τη δασκάλα να ελέγξει αν είναι θυμωμένη και πόσο.
Μ.: ο μόνος που έδειξε διάθεση για επικοινωνία, μου ανέλυσε τα πάντα για τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ, κουνούσε τα χέρια με άνεση. Χρειάζεται καρότσι.
Δ.: ευαίσθητος, ψάχνει δικαιολογίες γιατί δεν κολύμπησε πολλή ώρα,
βυθίζεται στην αγκαλιά της δασκάλας του,
έπειτα παίρνει το κουτί με τις πλαστελίνες
και της υπόσχεται τα ωραιότερα γλυκά.
Είναι ο μόνος που περπατάει (με κάποια δυσκολία)
Τους χαιρέτησα ανανεώνοντας τη συνάντησή μας για την Παρασκευή.
Το κορίτσι είχε φύγει για θεραπεία και οι υπόλοιποι χάζευαν στο διαδραστικό πίνακα τα βίντεο που διάλεξε η δασκάλα. Με χαιρέτησε μόνο ο Μ. "Κύριε Γιώργο, πείτε στα παιδιά σας πως όλοι εδώ είμαστε ..."
Η δασκάλα ήταν απορροφημένη στο τετράδιο επικοινωνίας.
Οι υπόλοιποι τρεις περίμεναν τον χαρακτηρισμό.
Ο Μ. χαμογέλασε, κλείνοντας το μάτι:
"... είμαστε Ολυμπιακοί, να τους πείτε, κύριε Γιώργο"

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Ημέρες ραδιοφώνου



Έκλεισε την τηλεόραση
ακριβώς την ώρα
που άρχισαν οι συνδέσεις με τη Βουλή.
Όλη τη νύχτα διάβαζε ένα κείμενο
που έμοιαζε με δοκίμιο
αλλά και μυθιστόρημα
για ένα παραχαράκτη
που «ανακάλυψε» την αρχαιότητα.

Μόνο την ώρα της ψηφοφορίας
άκουσε από το διπλανό διαμέρισμα βρισιές
και έβαλε δυνατά ραδιόφωνο.
Θυμήθηκε το Radio Days του Woody Allen,
κοίταξε την ώρα,
ήταν αργά,
άκουσε ως τελευταίους ήχους:
«Ο Γιάννης ο φονιάς
Παιδί μιας Πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη».

Την άλλη μέρα στο γραφείο
όλοι μιλούσαν για τα πολιτικά.
Πλησίασε δειλά τη Λουίζα.
Εκείνη δεν ήξερε το τραγούδι.
Εκείνος προσπάθησε να της το θυμίσει:
«Του βγάλαμε γλυκό,
τού βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα».

Οι συζητήσεις σταμάτησαν.
Οι τελευταίοι στίχοι
στριφογύρισαν λίγο
«στην άκρη της γωνιάς».
Τα «φεγγάρια μακρινά»
κυλούσαν στη λάσπη,
έκοβαν κι έραβαν
«τ’ όνειρο που εχάθη»
στο σχήμα της θλίψης … 

Η λεζάντα


Στο προαύλιο βροχή.
Οι διάδρομοι ξέχειλοι από παιδιά. 
Στον αέρα νιφάδες από άχνη ζάχαρη 
και στα βλέμματα το ίδιο ερωτηματικό: 
«Ποιος κατάπιε το φλουρί;»
Ο Παναγιώτης με ύφος Αρτέμη Μάτσα
(«Πατριώτες, είναι φίλοι μας οι Γερμανοί»)
«έδινε στεγνά»
όσους εφημερεύοντες έμπαιναν στο γραφείο.
Με πλησίασε η Κ. να μου δώσει τα κλειδιά της τάξης.
Μαθήτρια μου, δώδεκα χρονών με γνώσεις Μάστερ Σεφ.
- Έχουμε καμία συνταγή για μανιταρόπιτα,
θέλησα να την κουρδίσω.
Γούρλωσε τα μάτια της
και φοβήθηκα πως αναγνώρισε τη διάθεσή μου.
- Ανοίγετε φύλλο,
με ρώτησε με ύφος Ηλία Μαμαλάκη
(«Τσιγαρίζετε τα μανιταράκια μαζί με τα κρεμμυδάκια»).
Ψέλλισα με το δικό μου δειλό ύφος «όχι».
Εκείνη έγραψε υλικά και οδηγίες
στα γρήγορα
και χάθηκε αγέλαστη
σε ένα σουρεάλ σκηνικό
θολό από την άχνη ζάχαρη
πίσω από τις σταγόνες μίας μακρινής βροχής.
Έλειπε όμως η λεζάντα.

(Εικόνα: Linda Paul, Louisiana Kitchen)

Πηγές ενέργειας


Είμαι στην τάξη, 
έχω ρωτήσει με το βλέμμα στο κενό:
«Ποιες πηγές ενέργειας γνωρίζετε;».
Μεσολαβούν ήχοι. 
Πετούν σαν πεταλούδες αργά
ανάμεσα στα ανοικτά βιβλία.
Η σιωπή της αναζήτησης,
ο θόρυβος της βιασύνης,
κι όλα στο τέλος πνίγονται σε γάργαρα νερά
που επενδύουν την αναδρομή.
Ο πρώτος που θα πάρει το λόγο
ίσως πει κάτι σχετικό.
Οι υπόλοιποι απομακρύνονται από το θέμα
περιφρονώντας τις υποδείξεις
και ο τελευταίος χάνεται στο βάθος του ορίζοντα.
- Πώς μυρίζει το φυσικό αέριο μόλις βγει από τη γη;
- Χειρότερα από τα τζάκια που καίνε καρεκλοπόδαρα;
- Τι έκαψε στο τζάκι της η Πυθία λίγο πριν εξαφανιστεί;
- Πότε θα κάνουμε πρόβα για τη γιορτή;
- Συγγνώμη για την αδιάκριτη ερώτηση, αλλά … τι ώρα είναι;
Στις ταινίες όταν ξανακούγονται τα γάργαρα νερά,
η οθόνη θολώνει,
ο πρωταγωνιστής ανοιγοκλείνει τα μάτια
και όλα γίνονται πάλι τωρινά, πραγματικά.
Στην τάξη όμως
ο χρόνος γλιστράει μέσα από την παλάμη σου
και κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες μαζί με τα παιδιά.

(Εικόνα: Βιβλίο Φυσικής Στ΄τάξης)

Μία αναδρομή



Η Ν. διάβαζε τα Μωραΐτικα Κάλαντα. 
Στις υπόλοιπες ομάδες 
με ανοιχτά τα Ανθολόγια 
ετοίμαζαν ερωτήσεις και 
συζητούσαν τις απορίες τους.
Κανείς δε ρωτούσε γιατί
«το μέλι τρων οι άρχοντες και το γάλα οι αφεντάδες».
Όσο οι ομάδες δούλευαν,
προετοίμαζα την επόμενη κίνηση.
Πεταγόταν ο παππούς μου
να μιλάει για τα έθιμα που χάνονται
και φταίμε εμείς οι δάσκαλοι.
Η Νέβι για μία γιόγκι εκδοχή της γιορτής
με Γιόκο Όνο και Λένον
αλλά κατά βάθος
ένα θαυμασμό στο «μούτρο» τον Σινάτρα.
Η Λουί να τραγουδά τα ηπειρώτικα κάλαντα:
«Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν' αλλάξουμε».
Τόλμησα να επιχειρήσω μία αναδρομή,
θεωρώντας τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση της φτώχειας
χαρακτηριστικό ενός μακρινού παρελθόντος.
«Δεν έχω ζήσει φτώχεια» ξεκίνησα
«αλλά έχω διαβάσει πως …»
«Δεν πειράζει, κύριε,
θα τη ζήσουμε όλοι μαζί τώρα»
με έκοψε η Μ.
και βυθίστηκε ξανά
στις συζητήσεις της ομάδας της

(Εικόνα: Νικηφόρος Λύτρας, Κάλαντα, 1872).