Μας είχε παραξενέψει το φέρσιμο της Δήμητρας. Δύστροπη ήταν από μικρή , αλλά τόση κακία; Την επισκέφθηκε η μάνα μου να της πάει ένα παιχνιδάκι για το γιο της, το Γιαννάκη.
- Τι κάνεις ανιψιά;
- Καλά.
- Ο Βαγγέλης , ο Γιαννάκης;
- Καλά.
Ούτε λέξη για μας. Να ρωτήσει για το θείο της, για μένα, για το Γιώργο.
Δε μας έχει μόνο ξαδέρφια, την παντρέψαμε, της βαφτίσαμε το παιδί.
- Έχεις τίποτα, κορίτσι μου;
- Ναι, έχω. Και με τους τρεις σας. Ο Γιώργος είναι ξένος, δεν τον
λογαριάζω, αλλά εσύ, ο άντρας σου κι η Άννα μου φερθήκατε σκάρτα.
Τα έχασε η μάνα μου.
- Δηλαδή;
- Θες να τ’ ακούσεις; Τι μου είπες για τον πατέρα μου; Το ξέχασες;
- Τι είπα; ξεροκατάπιε η μάνα μου.
- Πως δε φρόντιζε τον παππού, όταν αρρώστησε και γι’ αυτό πέθανε.
- Σταμάτα! Το μόνο που είπα ήταν πως εγώ τον φρόντιζα στα τελευταία του. Τον είχα σπίτι μου, ψέματα; Κανείς δεν τον ήθελε.
- Ναι, αλλά ποιος τον έντυσε για να τον βάλει στο φέρετρο; Η μάνα μου δεν ήταν; Και τι τον είχε; Πεθερό, όχι πατέρα. Μετά ο άντρας σου …
- Ο θείος Τάκης να λες.
- Ο άντρας σου, ο άντρας σου. Μου κρατάει μούτρα, επειδή άλλαξα κλειδαριά στην πόρτα.
- Χριστέ μου, δικό σου είναι το σπίτι, βάλ’ του φωτιά, αν θέλεις. Λογαριασμό θα μας δώσεις;
- Έτσι λες, αλλά δεν το πιστεύεις. Θέλατε αντικλείδι, για να μπαινοβγαίνετε να με ανακατεύετε με τον άντρα μου. Δε σας έκανα τη χάρη. Κι η κόρη σου …
- Η Άννα;
- Μία έχεις. Ποια άλλη; Είναι νονά του παιδιού μου και δεν το
διαπαιδαγωγεί σωστά.
- Απ’ την Άννα περιμένεις να μάθει το παιδί σου να φέρεται;
- Όταν εγώ το μαλώνω, αυτή το καλοπιάνει.
Έφυγε η μάνα μου με σκοπό να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί μέσα ούτε για χαρά ούτε για λύπη.
- Τόση κακία, βρε παιδί μου; έλεγε και ξανάλεγε.
- Άσ’ τη σε μένα! όλο διάθεση για καβγά.
- Άννα, άμα θέλεις την ευχή μου, μη μαλώσετε.
Και πήγα. Μόλις με είδε, χτυπιόταν σαν τρελή.
- Κλείστε τις πόρτες να μη μας ακούσουν.
Ο Παντελής, ο άντρας της, πήρε το παιδί στο μπαλκόνι. Εγώ είχα το
Γιώργο δίπλα μου μάρτυρα. Πού ήξερα τι θα έλεγε στο χωριό; Δεν είναι και να της έχεις εμπιστοσύνη.
- Σκάσε, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω από φωνές. Σε βουτάω απ’ το μαλλί και σε φέρνω τρεις βόλτες. Δεν είμαι σαν τον άντρα σου.
- Ε βέβαια, είμαστε ξαδέλφες εμείς. Θα μαλώσουμε, αλλά θα τα ξαναβρούμε.
Μου φάνηκε πως υποχωρεί. Έλπιζα απ’ αυτά τα λόγια της πως θα λυθεί η παρεξήγηση, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή άρχισε να βρίζει τους γονείς μου. Θυμήθηκα τι μου είχε πει η μάνα μου κι έδωσα τόπο στην οργή.
- Για κάτσε, βρε Δήμητρα! Εσύ μιλάς έτσι; Όταν έφυγες απ’ το χωριό, ποιος σε μάζεψε; Στη μάνα μου δεν πήγες; Εκεί δεν έμενες; Δε θα μπορούσαμε τότε να σου γυρίσουμε την πλάτη; Ολόκληρο γράμμα μου είχες στείλει πριν ότι δε μ’ έχεις ξαδέρφη γιατί δουλεύω σερβιτόρα τη νύχτα κι όλες οι σερβιτόρες είναι …τα ξέχασες;
- Ήμουν μικρή τότε.
- Έλα εδώ, Παντελή. Πες στη γυναίκα σου. Τι σου έλεγα γι’ αυτήν;
- Ναι … ναι … τα καλύτερα λόγια.
- Βλέπεις, εγώ το βούρλο , σας τα έφτιαξα και τώρα εισπράττω το
ευχαριστώ.
- Ε μια παρεξήγηση ήταν! Είπαμε κι εμείς μια κουβέντα παραπάνω.
Την έβαλα να υποσχεθεί πως θα ζητήσει συγγνώμη απ’ τη μάνα μου. Έβαλε τον άντρα της να παραγγείλει μια πίτσα για τη συμφιλίωση. Εγώ δέχτηκα με κρύα καρδιά κι όχι γι’ αυτήν, αλλά για το βαφτιστήρι μου πιο πολύ.
- Τελειώσαμε, μου είπε ο Γιώργος μες στο ασανσέρ.
- Πολύ αισιόδοξος είσαι! του είπα μόνο.
Πήγε η μάνα μου στο χωριό να δει τη μάνα της. Η γιαγιά μένει σ’ ένα
δωματιάκι που επικοινωνεί με μια εσωτερική αυλή με το πατρικό της Δήμητρας. Την υποδέχτηκαν όπως τους ολυμπιονίκες. Και «καθίστε να φάμε» και … «τι κάνει η Αννούλα κι ο Γιωργάκης;» Η μάνα μου όπως κάθε χρόνο τους πήγαινε δώρα για το καλό. «Ευχαριστούμε» είπαν όλο εγκαρδιότητα.
Δυο μέρες μετά το σκηνικό άλλαξε. Φτάνει η Δήμητρα στο χωριό και βλέποντας το αυτοκίνητο του πατέρα μου έξω απ’ το πατρικό της, μπαίνει σα σίφουνας με τις βαλίτσες στο δωματιάκι της γιαγιάς.
- Καλωσόρισες κορίτσι μου! της λένε όλοι. Κι οι γονείς της κι οι γονείς μου κι η γιαγιά. Αυτή δε μιλούσε και την πιάνει ο διάολος τη γιαγιά, ογδόντα επτά χρονών γυναίκα και να τα έχει μισοχαμένα, και της λέει:
- Δήμητρα, μήπως πήρες το καπέλο του παππού;
- Ναι, γιατί;
- Τι δουλειά είχες και το πήρες; Δεν το ήξερες πως η τελευταία επιθυμία του παππού ήταν να το πάρει η θεία σου η Μαρία (δηλαδή η μάνα μου).
- Το ήξερα, είπε και βρόντηξε την πόρτα.
Την επομένη εντελώς ξαφνικά η μάνα της μπουκάρει στο δωματιάκι της
γιαγιάς, πετάει μια σακούλα και πετυχαίνει τη μάνα μου στο στήθος.
- Πάρε πίσω τα δώρα σου και να ξεκουμπιστείς να φύγεις από δω μέσα.
Στο τέλος της βδομάδας πάμε κι εμείς στο χωριό. Η μάνα μου δεν έλεγε
τίποτα.
- Δε θα πάμε στη γιαγιά;
- Να πάτε. Εγώ χθες ήμουν εκεί.
Κάτι υποψιάστηκα.
- Αν μου πουν να μείνω για φαγητό, δε θα κάτσω.
Γέλασε πικρά σα να μου ’λεγε «σιγά μη σου πουν»
- Έλα δω ρε μάνα.
Την πίεσα και μου τα είπε όλα.
- Να κάτσεις να τα βρεις με τον αδερφό σου. Αυτός πρέπει να βάλει
γυναίκα και κόρη στη θέση τους.
- Άσ’ τους, κορίτσι μου, θα τους περάσει.
Τέλειωσαν οι διακοπές, γυρίσαμε όλοι στην Αθήνα και συνάντησε η μάνα μου τη Δήμητρα στο δρόμο. Ήταν με τις σακούλες απ’ το σούπερ-μάρκετ κι έτρεχε μπας και την αποφύγει έτσι που ερχόταν φουριόζα για καβγά.
- Γεια σου θεία!
- Γεια σου.
- Γιατί με αποφεύγεις; Όταν πλήρωνε ο πατέρας μου τα δάνεια, για ν’ αγοράζεις εσύ το σπίτι που μένεις, ήταν καλά;
Είχε βγει η γειτονιά στα μπαλκόνια.
- Εγώ φταίω που σε μάζεψα, όταν σ’ έδιωξαν απ’ το χωριό.
- Και τι ήμουν μωρή και μ’ έδιωξαν; Π...;
- Όχι και π... προς θεού. Μια τσούλα ήσουν που γυρνούσε με τον έναν και με τον άλλον.
Την άφησε να χτυπιέται. Πήρε τον αδερφό της να του τα πει.
- Τι πράγματα είναι αυτά; Ποια δάνεια μου έλεγε η κόρη σου ότι πλήρωσες για μένα;
Κατάπιε τη γλώσσα του. Κι όλα αυτά για ένα μπαλκόνι. Μας το είπε μία ξαδέρφη στο χωριό πως « η Δήμητρα ζηλεύει την Άννα, επειδή το σπίτι της έχει πιο ωραίο μπαλκόνι»
- Τι κάνεις ανιψιά;
- Καλά.
- Ο Βαγγέλης , ο Γιαννάκης;
- Καλά.
Ούτε λέξη για μας. Να ρωτήσει για το θείο της, για μένα, για το Γιώργο.
Δε μας έχει μόνο ξαδέρφια, την παντρέψαμε, της βαφτίσαμε το παιδί.
- Έχεις τίποτα, κορίτσι μου;
- Ναι, έχω. Και με τους τρεις σας. Ο Γιώργος είναι ξένος, δεν τον
λογαριάζω, αλλά εσύ, ο άντρας σου κι η Άννα μου φερθήκατε σκάρτα.
Τα έχασε η μάνα μου.
- Δηλαδή;
- Θες να τ’ ακούσεις; Τι μου είπες για τον πατέρα μου; Το ξέχασες;
- Τι είπα; ξεροκατάπιε η μάνα μου.
- Πως δε φρόντιζε τον παππού, όταν αρρώστησε και γι’ αυτό πέθανε.
- Σταμάτα! Το μόνο που είπα ήταν πως εγώ τον φρόντιζα στα τελευταία του. Τον είχα σπίτι μου, ψέματα; Κανείς δεν τον ήθελε.
- Ναι, αλλά ποιος τον έντυσε για να τον βάλει στο φέρετρο; Η μάνα μου δεν ήταν; Και τι τον είχε; Πεθερό, όχι πατέρα. Μετά ο άντρας σου …
- Ο θείος Τάκης να λες.
- Ο άντρας σου, ο άντρας σου. Μου κρατάει μούτρα, επειδή άλλαξα κλειδαριά στην πόρτα.
- Χριστέ μου, δικό σου είναι το σπίτι, βάλ’ του φωτιά, αν θέλεις. Λογαριασμό θα μας δώσεις;
- Έτσι λες, αλλά δεν το πιστεύεις. Θέλατε αντικλείδι, για να μπαινοβγαίνετε να με ανακατεύετε με τον άντρα μου. Δε σας έκανα τη χάρη. Κι η κόρη σου …
- Η Άννα;
- Μία έχεις. Ποια άλλη; Είναι νονά του παιδιού μου και δεν το
διαπαιδαγωγεί σωστά.
- Απ’ την Άννα περιμένεις να μάθει το παιδί σου να φέρεται;
- Όταν εγώ το μαλώνω, αυτή το καλοπιάνει.
Έφυγε η μάνα μου με σκοπό να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί μέσα ούτε για χαρά ούτε για λύπη.
- Τόση κακία, βρε παιδί μου; έλεγε και ξανάλεγε.
- Άσ’ τη σε μένα! όλο διάθεση για καβγά.
- Άννα, άμα θέλεις την ευχή μου, μη μαλώσετε.
Και πήγα. Μόλις με είδε, χτυπιόταν σαν τρελή.
- Κλείστε τις πόρτες να μη μας ακούσουν.
Ο Παντελής, ο άντρας της, πήρε το παιδί στο μπαλκόνι. Εγώ είχα το
Γιώργο δίπλα μου μάρτυρα. Πού ήξερα τι θα έλεγε στο χωριό; Δεν είναι και να της έχεις εμπιστοσύνη.
- Σκάσε, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω από φωνές. Σε βουτάω απ’ το μαλλί και σε φέρνω τρεις βόλτες. Δεν είμαι σαν τον άντρα σου.
- Ε βέβαια, είμαστε ξαδέλφες εμείς. Θα μαλώσουμε, αλλά θα τα ξαναβρούμε.
Μου φάνηκε πως υποχωρεί. Έλπιζα απ’ αυτά τα λόγια της πως θα λυθεί η παρεξήγηση, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή άρχισε να βρίζει τους γονείς μου. Θυμήθηκα τι μου είχε πει η μάνα μου κι έδωσα τόπο στην οργή.
- Για κάτσε, βρε Δήμητρα! Εσύ μιλάς έτσι; Όταν έφυγες απ’ το χωριό, ποιος σε μάζεψε; Στη μάνα μου δεν πήγες; Εκεί δεν έμενες; Δε θα μπορούσαμε τότε να σου γυρίσουμε την πλάτη; Ολόκληρο γράμμα μου είχες στείλει πριν ότι δε μ’ έχεις ξαδέρφη γιατί δουλεύω σερβιτόρα τη νύχτα κι όλες οι σερβιτόρες είναι …τα ξέχασες;
- Ήμουν μικρή τότε.
- Έλα εδώ, Παντελή. Πες στη γυναίκα σου. Τι σου έλεγα γι’ αυτήν;
- Ναι … ναι … τα καλύτερα λόγια.
- Βλέπεις, εγώ το βούρλο , σας τα έφτιαξα και τώρα εισπράττω το
ευχαριστώ.
- Ε μια παρεξήγηση ήταν! Είπαμε κι εμείς μια κουβέντα παραπάνω.
Την έβαλα να υποσχεθεί πως θα ζητήσει συγγνώμη απ’ τη μάνα μου. Έβαλε τον άντρα της να παραγγείλει μια πίτσα για τη συμφιλίωση. Εγώ δέχτηκα με κρύα καρδιά κι όχι γι’ αυτήν, αλλά για το βαφτιστήρι μου πιο πολύ.
- Τελειώσαμε, μου είπε ο Γιώργος μες στο ασανσέρ.
- Πολύ αισιόδοξος είσαι! του είπα μόνο.
Πήγε η μάνα μου στο χωριό να δει τη μάνα της. Η γιαγιά μένει σ’ ένα
δωματιάκι που επικοινωνεί με μια εσωτερική αυλή με το πατρικό της Δήμητρας. Την υποδέχτηκαν όπως τους ολυμπιονίκες. Και «καθίστε να φάμε» και … «τι κάνει η Αννούλα κι ο Γιωργάκης;» Η μάνα μου όπως κάθε χρόνο τους πήγαινε δώρα για το καλό. «Ευχαριστούμε» είπαν όλο εγκαρδιότητα.
Δυο μέρες μετά το σκηνικό άλλαξε. Φτάνει η Δήμητρα στο χωριό και βλέποντας το αυτοκίνητο του πατέρα μου έξω απ’ το πατρικό της, μπαίνει σα σίφουνας με τις βαλίτσες στο δωματιάκι της γιαγιάς.
- Καλωσόρισες κορίτσι μου! της λένε όλοι. Κι οι γονείς της κι οι γονείς μου κι η γιαγιά. Αυτή δε μιλούσε και την πιάνει ο διάολος τη γιαγιά, ογδόντα επτά χρονών γυναίκα και να τα έχει μισοχαμένα, και της λέει:
- Δήμητρα, μήπως πήρες το καπέλο του παππού;
- Ναι, γιατί;
- Τι δουλειά είχες και το πήρες; Δεν το ήξερες πως η τελευταία επιθυμία του παππού ήταν να το πάρει η θεία σου η Μαρία (δηλαδή η μάνα μου).
- Το ήξερα, είπε και βρόντηξε την πόρτα.
Την επομένη εντελώς ξαφνικά η μάνα της μπουκάρει στο δωματιάκι της
γιαγιάς, πετάει μια σακούλα και πετυχαίνει τη μάνα μου στο στήθος.
- Πάρε πίσω τα δώρα σου και να ξεκουμπιστείς να φύγεις από δω μέσα.
Στο τέλος της βδομάδας πάμε κι εμείς στο χωριό. Η μάνα μου δεν έλεγε
τίποτα.
- Δε θα πάμε στη γιαγιά;
- Να πάτε. Εγώ χθες ήμουν εκεί.
Κάτι υποψιάστηκα.
- Αν μου πουν να μείνω για φαγητό, δε θα κάτσω.
Γέλασε πικρά σα να μου ’λεγε «σιγά μη σου πουν»
- Έλα δω ρε μάνα.
Την πίεσα και μου τα είπε όλα.
- Να κάτσεις να τα βρεις με τον αδερφό σου. Αυτός πρέπει να βάλει
γυναίκα και κόρη στη θέση τους.
- Άσ’ τους, κορίτσι μου, θα τους περάσει.
Τέλειωσαν οι διακοπές, γυρίσαμε όλοι στην Αθήνα και συνάντησε η μάνα μου τη Δήμητρα στο δρόμο. Ήταν με τις σακούλες απ’ το σούπερ-μάρκετ κι έτρεχε μπας και την αποφύγει έτσι που ερχόταν φουριόζα για καβγά.
- Γεια σου θεία!
- Γεια σου.
- Γιατί με αποφεύγεις; Όταν πλήρωνε ο πατέρας μου τα δάνεια, για ν’ αγοράζεις εσύ το σπίτι που μένεις, ήταν καλά;
Είχε βγει η γειτονιά στα μπαλκόνια.
- Εγώ φταίω που σε μάζεψα, όταν σ’ έδιωξαν απ’ το χωριό.
- Και τι ήμουν μωρή και μ’ έδιωξαν; Π...;
- Όχι και π... προς θεού. Μια τσούλα ήσουν που γυρνούσε με τον έναν και με τον άλλον.
Την άφησε να χτυπιέται. Πήρε τον αδερφό της να του τα πει.
- Τι πράγματα είναι αυτά; Ποια δάνεια μου έλεγε η κόρη σου ότι πλήρωσες για μένα;
Κατάπιε τη γλώσσα του. Κι όλα αυτά για ένα μπαλκόνι. Μας το είπε μία ξαδέρφη στο χωριό πως « η Δήμητρα ζηλεύει την Άννα, επειδή το σπίτι της έχει πιο ωραίο μπαλκόνι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου