Η Κατερίνα κοιτάζει
πάλι την εικόνα. Το νεανικό πρόσωπο με
τα γέρικα μάτια σε έκφραση εγκαρτέρησης
στον πόνο. Συνδυάζει όλα τα προσόντα να
χαρακτηρισθεί Θεός για τους έξω. Ακάνθινο
στεφάνι κι ένα βλέμμα που στοχεύει τον
Ύψιστο πώς να μην αναδείξουν τη φιγούρα
της εικόνας του Μεσσία; Με μόνο μια
βδομάδα Παθών.
Προσποιείται την
απορροφημένη από το ανοιχτό βιβλίο. Ο
τύπος του Ήρωνα. Η Κατερίνα δείχνει πως
δυσκολεύεται. Ο καθηγητής όμως παραμένει
σκυμμένος στο πλευρό των άλλων παιδιών
με γυρισμένη σ' αυτήν την πλάτη του.
Αφημένη να πλήττει δίπλα από το παράθυρο
και τη συννεφιά της μονοτονίας.
Περνάνε όλα ξανά
από το μυαλό της Κατερίνας. Τρένο οι
αναμνήσεις. Τα πρώτα γεγονότα θα τα
γεννήσει η φαντασία της βασισμένη στις
διηγήσεις. Οι βίαιες και άτσαλες κινήσεις
της μαμής στο χωριό της πριν δεκαεννιά
χρόνια. Έφτασε δύο χρονών, δεν είχε ακόμα
περπατήσει και οι γονείς της δεν
ανησυχούσαν. Την άφηναν όλη μέρα στο
πάτωμα να κυλιέται, να κλαίει και δεκάρα
δεν έδιναν, αφού έτσι κι αλλιώς τους
βόλευε αυτή η αδυναμία της.
Σάρωσε με το
βλέμμα της τον χώρο της τάξης. Τέσσερα
καρότσια, με το δικό της πέντε. Κι ο
καθηγητής να μην την πλησιάζει. Ευτυχώς
που κρύωσε για τα καλά τότε. Βήχας
δαιμονισμένος να την πνίξει και ο πυρετός
να μη λέει να πέσει από το 39. Την πήραν
στο Αίγιο κι ο γιατρός που την εξέτασε,
πετάχτηκε ως το ταβάνι ουρλιάζοντας:
«Δεν το βλέπατε
το παιδί... τόσο καιρό... τα ποδαράκια
του».
Τους έδιωξε για
την Αθήνα. Μόνο εκεί θα συναντούσαν τους
κατάλληλους γιατρούς. Αυτοί θα τους
έλεγαν.
Μετά στο ίδρυμα.
Οι γονείς την ξέχασαν. Είχαν στο μεταξύ
άλλα παιδιά, ήταν και μεγάλη η διαδρομή
χωριό – Αθήνα, πώς να πηγαινοέρχονταν;
Μόνο τις γιορτές.
Η Κατερίνα είχε
γίνει πέντε χρονών, ήταν Πάσχα και η
μάνα της υπέγραφε να την πάρει για λίγες
μέρες σπίτι. Ήρθε η μέρα κι επέστρεψαν.
Ο φύλακας όμως τους έδιωξε.
«Τι λες, κυρά μου;
Αυτό που μου δείχνεις δεν είναι απλό
εξιτήριο. Εδώ λέει πως δέχεσαι από δω
και πέρα να έχεις το παιδί στο σπίτι
σου. Για πάντα. Τι δεν καταλαβαίνεις;»
Έτσι έχασε την
ευκαιρία της η Κατερίνα να πάει σχολείο,
επειδή απλά έξω από το ίδρυμα, το ένιωθε
κι η ίδια, ήταν βάρος για όλους. Πέντε
χρόνια βολόδερνε μες στα δωμάτια του
πατρικού της. Ούτε τα αδέρφια της δεν
την έκαναν παρέα.
Το κεφάλι της
πονάει. Νιώθει τη μικρή αίθουσα να
φλέγεται. Θέλει να ζητήσει άδεια. Να
αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Θα εκληφθεί
όμως ως δειλία και δεν το θέλει.
Ευτυχώς εμφάνισε
πρόβλημα με τα δόντια της. Ευλογία για
αυτό το κορίτσι τα προβλήματα υγείας.
Τα προσωρινά. Απολάμβανε κάτι διαφορετικό
μακριά από τους ίδιους τοίχους. Τον
τροχό να τρίβει τα χαλασμένα τμήματα
αδαμαντίνης στους τομείς και στους
γομφίους. Η οδοντίατρος έσκυψε φιλικά
πάνω της να βγάλει νόημα από τα γρυλίσματα.
Την έμαθε να μη νιώθει άσχημα που δεν
περπατούσε σαν τους άλλους. Αυτή το
κυνήγησε και με δικές της ενέργειες
βρέθηκε η Κατερίνα πάλι σε ίδρυμα και
ξεκίνησε σχολείο.
Το κράτος της
έκοψε επίδομα. Εκατό χιλιάδες δραχμές
τον μήνα. Τα κανόνισε ο πατέρας της κι
έρχονταν τα χρήματα σπίτι του στο χωριό.
«Μη σε νοιάζει,
θα στα στέλνω εγώ», της έλεγε κάθε φορά
και της έστελνε πότε δεκαπέντε πότε
είκοσι χιλιάδες στους δύο μήνες. Σε μια
από τις επισκέψεις στο χωριό η Κατερίνα
ρώτησε για τα χρήματα.
«Αυτόν τον μήνα
ο ταχυδρόμος δεν τα έφερε. Τα έκλεψαν»,
απάντησε ο πατέρας, φροντίζοντας να
καταχωνιάσει τα πειστήρια.
«Και η σύνταξη
της μαμάς;»
«Ούτε αυτή ήρθε».
Χαράματα είχαν
φύγει οι γονείς της για το χωράφι και η
Κατερίνα με αργά βήματα, αφού έβαλε το
φαγητό στη φωτιά, έπιασε να συγυρίζει.
Ανοίγοντας το τελευταίο συρτάρι της
ντουλάπας στην κρεβατοκάμαρα των γονιών
της και προσπαθώντας να στριμώξει τα
σιδερωμένα σεντόνια, κάνει μια και
βγάζει τη σύνταξη που είχε «χαθεί». Δεν
τους είπε τίποτα.
Ο καθηγητής την
κοιτάζει. Τώρα θα της χαμογελάσει κι
εκείνη θα ξεχάσει την άρνησή του για
βοήθεια. Του είχε ζητήσει να την αναλάβει
στα Μαθηματικά. Έστω, αν δεν μπορούσε,
ας της έβρισκε κάποιον συνάδελφό του
να της κάνει ιδιαίτερα μαθήματα,
προκειμένου να δώσει Πανελλαδικές.
Μάταια. Στρέφει πάλι το βλέμμα προς τ'
άλλα παιδιά, τους αναλύει τι πρέπει να
προσέχουν, πώς πρέπει να δουλεύουν. Δεν
απευθύνεται σ' εκείνη. Άλλωστε οι
συμμαθητές της δε μένουν όπως η Κατερίνα
στο ίδρυμα, ζουν με τις οικογένειές
τους. Εκείνη στα μάτια του καθηγητή
είναι μόνη.
Μόνο στη δασκάλα
της μίλησε για τα λεφτά. Κι αυτή πέτυχε
να έρχονται κατευθείαν στην Κατερίνα.
Από τότε έχει να δει τους γονείς της.
Δεν την πειράζει πολύ. Έχει ζήσει κι
άλλα χειρότερα. Τα λέει όμως στην
οδοντίατρο και τη δασκάλα. Δεν είναι
δυστυχισμένη. Έχει τουλάχιστον αυτές.
Υπάρχουν άραγε στον κόσμο αυτό πολλοί
που μπορούν να καυχηθούν πως έχουν δυο
ανθρώπους να τους νοιάζονται;
Περιμένει να
φύγουν όλοι. Τελευταία φορά. Θα πλησιάσει
τον κύριο Δημήτρη έτοιμη για την ίδια
ερώτηση. Θα μπει η άνοιξη, οι εξετάσεις
πλησιάζουν. Δεν τον προλαβαίνει.
Θυμάται τον
πονοκέφαλο. Αποφεύγει τον συνωστισμό
στο μεγάλο σαλόνι. Πιάνει μια νοσοκόμα
στον διάδρομο. «Σας παρακαλώ», κομπιάζει.
Εμφανίζει μια μικρή δυσκολία στις λεπτές
εξειδικευμένες κινήσεις των δαχτύλων,
επομένως και στο γράψιμο.
«Με βοηθάτε για
μια αγγελία στην εφημερίδα;»
Υπαγορεύει στην
ευγενική γραφέα.
«Ζητείται Καθηγητής
Μαθηματικών
να βοηθήσει
“ειδικό” παιδί
στην προετοιμασία
του για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις».
Ένα γλυκό χαμόγελο
ομορφαίνει το κοριτσίστικο πρόσωπο που
συνεχίζει:
«Το παιδί δε
δαγκώνει».
Γιώργος Γιώτης