Κάτι χτυπούσε το
παράθυρο. Σαν να είχε ζωντανέψει η τελευταία παράγραφος από τον «Φτωχούλη του
Θεού». Ήταν μεγαλύτερο από το σπουργιτάκι που φανταζόταν ο Καζαντζάκης: «Ολόβρεχα
ήταν τα φτερά του, κρύωνε, σηκώθηκα να του ανοίξω».
Νόμιζα πως ήμουν στο
γραφείο μου, αλλά κοίταξα καλύτερα, ήμουν στην τάξη. Ο Κροίσος και ο Σόλων
έψαχναν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Η ερώτηση ακούστηκε σαν σφοδρή σύγκρουση
αυτοκινήτων. Έψαξα γύρω μου να δω ποιος ρωτούσε.
«Γιατί στο Χόγκουαρτς
έχουν τις ημερήσιες κουκουβάγιες;»
Νόμιζα πως ήμουν στην
τάξη, αλλά κοίταξα καλύτερα, ήμουν στο γραφείο μου και ξανά ο ίδιος χτύπος στο
παράθυρο.
Η Χέντβιχ, η θηλυκή
χιονόλευκη κουκουβάγια του Χάρι Πότερ με κοιτούσε πίσω από το τζάμι. Τα μάτια της
μιλούσαν:
«Έχω συνηθίσει να
μεταφέρω εξάψαλμους, εφημερίδες, περιοδικά και μικρά δέματα. Αν θέλεις
μεγαλύτερα δέματα, θα πρέπει να φύγω παρέα με άλλες δυο κουκουβάγιες. Τουλάχιστον».
Βγήκα στο προαύλιο. Όλα
βρεγμένα και ο ουρανός θολός.
Ο Έρολ, η ηλικιωμένη Μεγάλη
Γκρίζα κουκουβάγια των Ουέσλι, διαγράφοντας την ελλειπτική τροχιά όλμου, προσγειώθηκε
άτσαλα μπροστά στα πόδια μου χωρίς έκρηξη μόνο με αναστεναγμούς από τους πόνους
μέσα σε ένα σύννεφο πουπουλένιο.
Κοίταξα ψηλά. Μια
δεκαοχτούρα πετούσε χαμηλά σαν το περιστέρι του Νώε με ένα κλαδάκι στο ράμφος.
Δεν μπορούσα να δω κάτι
άλλο. Ένας πόνος ανάγκαζε τα μάτια μου να κλείνουν. Κανείς δε χτυπούσε το
παράθυρο και ο ήχος γινόταν διαπεραστικός, ρυθμικός, ενοχλητικός… Οδήγησα μέχρι
το σχολείο μηχανικά. Μιλούσα με τα παιδιά, τους δασκάλους και τους γονείς,
ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο παράθυρο του γραφείου. Έβγαινα στο προαύλιο και
κοιτούσα ψηλά στον ουρανό. Ούτε οι ημερήσιες κουκουβάγιες του Χόγκουαρτς ούτε
το περιστεράκι του Νώε ούτε οι δεκαοχτούρες του Υμηττού.
Λίγο πριν το σχόλασμα
άκουσα τον θόρυβο έξω από το παράθυρο και τρόμαξα. Θυμήθηκα το όνειρο. Τον είδα
σκαρφαλωμένο σε μια τεράστια σκάλα να ανακατεύει με τα κατσαβίδια του τα καλώδια.
Η σκάλα έμοιαζε με αυτή στο όνειρο του Ιακώβ. Στηριγμένη στη γη έφτανε ως τον ουρανό.
«Ρώτησέ τον πού αγόρασε
αυτή τη σκάλα», μου χαμογελούσε η γιαγιά του Βασίλη και της Κατερίνας.
Έψαχνα σημάδια γύρω μου
να βεβαιωθώ πως βγήκα από το όνειρο.
«Ψάχνω για τη βλάβη στο
τηλέφωνο και στο ίντερνετ», ξεκαθάρισε από κει ψηλά ο τεχνικός κόβοντας την
απορία όλων ακριβώς στη μέση.
«Ίσως να είναι και φάρσα»,
σκέφτηκα. «Αλλά χτες μου υποσχέθηκαν από την εταιρία πως θα το φτιάξουν. Όμως δύο
βδομάδες το αίτημα προωθείται ως επείγον».
Έψαχνα στις κινήσεις του
τεχνικού κάτι ψεύτικο. Έβλεπα τα φωτάκια του ρούτερ να αναβοσβήνουν σαν
λαμπάκια σε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δυο βδομάδες σβησμένα αλλά τώρα…
«Φλώρα, εγώ φεύγω, αν
συμβεί κάτι…»
Με έκοψε με μια
γκριμάτσα που ξεκαθάριζε πως τίποτα δε θα συμβεί όπως τίποτα δεν είχε συμβεί
για δυο βδομάδες. Οδήγησα μέχρι το σπίτι με κουκουβάγιες και δεκαοχτούρες να
πετάνε μες στο μυαλό μου, τεχνίτες να σκαρφαλώνουν ως τον ουρανό, να περνάνε οι
γιορτινές μέρες και ο Άι Βασίλης να μη φέρνει στο σχολείο τηλέφωνο και ίντερνετ.
Άκουγα το «Friday I ’m in love» στο τέρμα και τίποτα άλλο.
Ένιωσα το τρέμουλο του
κινητού. Στην οθόνη αναπάντητη από το σχολείο. Έλεγξα μήπως ήταν κάποια
ξεχασμένη από τον Νοέμβριο. Κάλεσα πίσω.
«Έχουμε και τηλέφωνο και
ίντερνετ», πανηγύριζε η Φλώρα με τον ενθουσιασμό καρδινάλιου στην πλατεία του
Αγίου Πέτρου που δείχνει τον λευκό καπνό και φωνάζει «Έχουμε Πάπα».
Κοίταξα ψηλά, επειδή μου
φάνηκε πως άκουσα πουλιά να χτυπάνε τα φτερά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου