Κατέβηκες για πρωινό, η θάλασσα λάδι. Δοκίμασες από τον μπουφέ λίγο από όλα με τη σκέψη πως κάποια στιγμή απαραίτητα πριν το μεσημέρι θα έπρεπε να έχεις χωνέψει, να ρίξεις μερικές βουτιές στη θάλασσα, να ξαναφάς, να κοιμηθείς κι όλο αυτό το ντόμινο σωριαζόταν εύκολα με μια μπουκιά ομελέτα παραπάνω.
Τα χελιδονάκια είχαν τη φωλιά τους πάνω ακριβώς από το κεφάλι σου, τα μικρά τσίριζαν ότι πεινάνε όσο έβλεπαν μαζι τη μητέρα τους, κελαηδούσαν ότι τους λείπει όποτε εκείνη έβγαινε για ψώνια. Λέμε τώρα.
Και μετά βουτιές, βουτιές, βουτιές, βόλτες, βόλτες, βόλτες, ξενοιασιά. Κοίταξες καλύτερα έτσι όπως ξεθόλωναν όλα και σου φάνηκε πως άκουσες τη μουσική στις ελληνικές ταινίες όταν το όνειρο τελειώνει, όταν όλα είναι χειρότερα και σου μένει ένα ανόητο χαμόγελο και μια αδιόρατη αίσθηση πως κάτι καλό έφυγε και... κάτι σου λείπει...
Κι ύστερα έπιασε να βρέχει...
Τα χελιδονάκια είχαν τη φωλιά τους πάνω ακριβώς από το κεφάλι σου, τα μικρά τσίριζαν ότι πεινάνε όσο έβλεπαν μαζι τη μητέρα τους, κελαηδούσαν ότι τους λείπει όποτε εκείνη έβγαινε για ψώνια. Λέμε τώρα.
Και μετά βουτιές, βουτιές, βουτιές, βόλτες, βόλτες, βόλτες, ξενοιασιά. Κοίταξες καλύτερα έτσι όπως ξεθόλωναν όλα και σου φάνηκε πως άκουσες τη μουσική στις ελληνικές ταινίες όταν το όνειρο τελειώνει, όταν όλα είναι χειρότερα και σου μένει ένα ανόητο χαμόγελο και μια αδιόρατη αίσθηση πως κάτι καλό έφυγε και... κάτι σου λείπει...
Κι ύστερα έπιασε να βρέχει...
Γ.Γ. (11/9/2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου